Translate
Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2015
Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 2015
Το παραδοσιακό κτηνοτροφικό κοπάδι
ΓΕΝΙΚΑ - ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΚΟΠΑΔΙΩΝ - ΟΝΟΜΑΣΙΕΣ ΖΩΩΝ ΑΝΑΛΟΓΑ ΜΕ ΤΟ ΧΡΩΜΑ, ΤΑ ΚΕΡΑΤΑ, ΤΑ ΣΗΜΑΔΙΑΑνατρέχοντας στα λεξικά, διαπιστώνουμε ότι η λέξη κοπάδι (κουπίι) παράγεται από το αρχαιοελληνικό ρήμα «κόπτω», αλλά εμφανίζεται μεταγενέστερα ως υποκοριστικό του ουσιαστικού «κοπή» που σημαίνει τμήμα, τεμάχιο (Μπαμπινιώτης). Άρα κοπάδι σημαίνει «τμήμα πολλών ατόμων του ίδιου είδους μαζί».
Ο σαρακατσάνος συγγραφέας Ν. Κατσαρός, όσον αφορά στο τσελιγκάτο, θεωρεί ότι, κοπάδι είναι ένα τμήμα ζώων ενός τσελιγκάτου που αποκόπτεται από τα άλλα λόγω διαφορετικότητας και αρκετές φορές για έναν ξεχωριστό προορισμό (στερφοκόπαδα, γαλαροκόπαδα, κοπάδια προβάτων, γιδιών κλπ).
Η κατανομή των προβάτων γίνεται με κριτήρια την ηλικία τους και τη δυνατότητά τους να γεννήσουν τον ερχόμενο χειμώνα, την κατάσταση τους από πλευράς εγκυμοσύνης, την παραγωγή ή μη γάλακτος, τη μορφολογία του εδάφους, την εποχή κλπ.
Ο σαρακατσάνος συγγραφέας Ν. Κατσαρός, όσον αφορά στο τσελιγκάτο, θεωρεί ότι, κοπάδι είναι ένα τμήμα ζώων ενός τσελιγκάτου που αποκόπτεται από τα άλλα λόγω διαφορετικότητας και αρκετές φορές για έναν ξεχωριστό προορισμό (στερφοκόπαδα, γαλαροκόπαδα, κοπάδια προβάτων, γιδιών κλπ).
Η κατανομή των προβάτων γίνεται με κριτήρια την ηλικία τους και τη δυνατότητά τους να γεννήσουν τον ερχόμενο χειμώνα, την κατάσταση τους από πλευράς εγκυμοσύνης, την παραγωγή ή μη γάλακτος, τη μορφολογία του εδάφους, την εποχή κλπ.
Ένας καλός κτηνοτρόφος οφείλει να δουλεύει με σύστημα: Παρατηρεί πότε τα ζώα ζευγαρώνουν, έτσι ώστε, εκτιμώντας και τις καιρικές συνθήκες, να αποφασίσει πότε θα αναχωρήσει για τα χειμαδιά (στην περίπτωση νομαδικής κτηνοτροφίας). Συνήθως το «γκαστροχώρισμα» γίνεται το φθινόπωρο [χινοπώριασμα], όπου πρώτα ξεχωρίζουν το «στερφοκόπαδο» (κριάρια, ζυγούρια και προβατίνες που δεν ζευγάρωσαν). Από την άλλη μεριά, τα γκαστρωμένα ξεχωρίζονται σε πρώιμα (γκριάλι) και όψιμα (λισουάρι). Μετά τη γέννα, ξεχωρίζονται οι μάνες με τα αρσενικά που προορίζονται για σφαγή και αποτελούν το «σερκολείβαδο». Οι μάνες με τα θηλυκά και τα αρσενικά (που θα κρατηθούν για «έχος» = αναπαραγωγή), στέλνονται σε άλλο λιβάδι. Γενικά χωρίζονται τα ζώα, ενόψει του γέννου και μετά από αυτόν.
Τα κοπάδια στη βοσκή ήταν χωρισμένα σε γαλακτοφόρα - γαλάρια (μιτρίτσι), σε στείρα (στιάρπι), σε απογαλακτισμένα χρονιάρικα κατσίκια - βιτούλια (βιτούλι) με τα τραγιά και σε χρονιάρικα αρνιά - ζυγούρια (νουάτινι) με τα κριάρια. Το Πάσχα έσφαζαν τα αρνιά για εμπορία και λίγο αργότερα, του Αγίου Κωνσταντίνου τα κατσίκια, αφού κρατούσαν τα απαραίτητα, κυρίως θηλυκά (στα βλάχικα «φιάμινι», ενώ «μάσκουρι» τα αρσενικά). Αργότερα, έσφαζαν τα σουγγάρια (γεννημένα με καθυστέρηση) και τον 15Αύγουστο τα ζυγούρια, τα βιτούλια και τα πιο ηλικιωμένα. Επίσης τον Δεκέμβριο έσφαζαν και πουλούσαν τα πιο ηλικιωμένα ζώα. Έτσι πραγματοποιούνταν η ανανέωση ή ο πολλαπλασιασμός του κοπαδιού και ταυτόχρονα οι κτηνοτρόφοι εξυπηρετούνταν οικονομικά με την πώληση του κρέατος, αλλά και εξασφάλιζαν το οικογενειακό τους τραπέζι με το απαραίτητο κρέας.
Οι ημέρες για γονιμοποίηση επιλέγονταν έτσι ώστε η διαδικασία να ολοκληρωθεί σε λίγες ημέρες. Η κυοφορία για τα πρόβατα κρατάει γύρω στις 140 ημέρες, ενώ για τα γίδια περίπου 150 ημέρες. Τα πρόβατα μαρκαλίζονται (σμαρλέσκου) από τα κριάρια (μπιρμπέτσλι) και γίδια παρτσιαλίζονται (σπαρτσιέσκου) από τα τραγιά (τσάκλι, παρτσάλια λέγονταν τα βαρβάτα). Η διάρκεια ζωής των ζώων παλιότερα ήταν μεγαλύτερη, γεννούσαν 10/12 φορές στη ζωή τους, ενώ σήμερα γεννούν 5/6 φορές και παράγουν περισσότερο γάλα. Η μακροζωία παλιότερα οφείλονταν στο ότι τα ζώα ήταν περισσότερο σκληραγωγημένα και έβγαιναν το καλοκαίρι στο βουνό. Αυτό δεν συμβαίνει στις σημερινές ημέρες.
Κάθε κοπάδι έχει τα γκισέμια (γτσιλι), τα επικεφαλής δηλαδή, και αυτά ήταν περισσότερο ευνουχισμένα - μουνουχισμένα (μουνούχι) κριάρια ή τράγοι και λιγότερο προβατίνες ή γίδες. Τα πρώτα είχαν μεγάλα κουδούνια, ενώ τα δεύτερα έφεραν μικρότερα κουδούνια. Υπήρχαν πολλών ειδών κουδούνια, τσιουκάνια (τσιόκανι για πρόβατα), κυπριά (κίπριι για γίδια), καμπάνες (κμπέν) κλπ, και ο κτηνοτρόφος είχε την ικανότητα να ξεχωρίζει τα ζώα από τον ήχο τους. Οι Σαρακατσάνοι ήταν συνήθως προβατοτρόφοι στο Βέρμιο, ενώ οι Βλάχοι είχαν από όλα (πρόβατα, γίδια, αγελάδες, άλογα κλπ).
Τα πρόβατα και τα γίδια από το χρώμα του δέρματος και του μαλλιού τους διαχωρίζονταν σε μαύρα, άσπρα (οι Βλάχοι τα έλεγαν άλμπιλι ή μπιάλιλι, ενώ οι Σαρακατσάνοι φλώρα) και σε ασπρόμαυρα ή παρδαλά.
Ανάλογα με τις διάφορες αποχρώσεις τα μαύρα πρόβατα ονομάζονταν: μουράτα (κατάμαυρο), γρίβα (σταχτί σκούρο), μπάλιο (άσπρη η κορφή του κεφαλιού, ασπρονόρκο (κατάμαυρο με άσπρη ουρά) καλιγούσα (πόδια άσπρα), μπασούρκα (άσπρο κεφάλι, άσπρη ουρά ή μαύρες βούλες στο λαιμό) κ.α.
Τα δε άσπρα πρόβατα λέγονταν: μπέλα (ολόασπρο μούτρο), μπούτσικο (κόκκινο πρόσωπο, πόδια και άκρη ουράς), κάτσινο (κόκκινο, ξανθοκίτρινο πρόσωπο), βάκρα (μαύρο μούτρο και πόδια), καραμπάσκο (πρόσωπο με χοντρές μαύρες γραμμές), καλέσιο (έντονες λεπτές, έντονες μαύρες γραμμές στο πρόσωπο. Τα ομορφότερα πρόβατα. Έτσι έλεγαν και για μια όμορφη γυναίκα), κοκκινομάτα (όταν η τρίχα γύρω από το μάτι ήταν κόκκινη), μπούκα (κόκκινο πρόσωπο) καραμάνα (άσπρο μούτρο και μαύρες γραμμές γύρω από τα μάτια). κ.α.
Τα άσπρα και τα μαύρα πρόβατα ονομάζονταν και μαλλάτα (με μακριά μαλλιά), ρούντα (με κοντά και πυκνά σγουρά μαλλιά), μαρμάρα (όταν δεν γεννάνε), καλαμοβύζα (με μακριά βυζιά), κρούτα (με κέρατα ή ξύλα) και σκουλαρικάτα (με σκουλαρίκια στο λαιμό).
Η γίδα ανάλογα με το τρίχωμά της ονομάζεται: γκόρμπα (κατάμαυρη), κανούτα (γκρίζα ανοιχτή), μούργκα (γκρίζα σκούρα), φλώρα (ασπρογκρίζα), γκέσα (με μαύρες ή άσπρες γραμμές στο πρόσωπο και το τρίχωμα στο σώμα άλλοτε μαύρο και άλλοτε γκρίζο), φλωροκανούτα (με ανάκατες άσπρες και γκρίζες τρίχες), μπάρτζα (με πρόσωπο και κοιλιά καφεκόκκινο), ρούσα (με άσπρο μούτρο και καστανόξανθο τρίχωμα), μπούκα (με καφεκόκκινο μούτρο).
Η γίδα επίσης διακρίνεται και από τα κέρατά της: σιούτα (όταν δεν έχει κέρατα), κουτσοκέρα (με ένα σπασμένο κέρατο), ορθοκέρα (με τα κέρατά της όρθια προς τα πάνω), πισωκέρα (με τα κέρατά της γυρισμένα προς τα πίσω), στριφτοκέρα (με τα κέρατά της σαν μπούκλες).
Επαναλαμβάνουμε ότι έχουμε πολλές κοινές ονομασίες στα πρόβατα και στα γίδια, όσον αφορά, το χρώμα, τα κέρατα κλπ, ανάμεσα στους Βλάχους και στους Σαρακατσάνους και μια αυθαίρετη και μη επιστημονική ερμηνεία για την προέλευση από την μια ή την άλλη πληθυσμιακή ομάδα θα ήταν, κατά τη γνώμη μας, ατυχής.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό των ζώων είναι το σημάδι που φέρουν στα αυτιά τους. Αυτό γίνονταν από τους κτηνοτρόφους με κοφτερό μαχαίρι για ευνόητους λόγους (δείγμα για αναπαραγωγή, αποφυγή κλοπής, δείγμα ιδιοκτησίας κλπ). Μερικά βασικά σημαδιών ήταν: μπροστοκλειδιά, πισουλειδιά, μπρουστοράφκο, πισουράφκο, τρουπάφκο, σχιζάφκο, μπροστό ή πισωξουραφιά, φουρκάφκο από το δεξί, φουρκάφκο από το ζερβί, μπλαχούρικο, βαγιάφκο, κουτσόφκο, πισωκλείδκο, μπρουστοκλείδκο ή κόκα κλπ. Επίσης, τα γίδια που είχαν μικρά αυτιά οι Βλάχοι τα έλεγαν «τσίπι» και όταν τα αυτιά κοίταζαν προς τα κάτω μπρος τα έλεγαν «πιακούρι».
Τα πρόβατα και τα γίδια γενικά ζουν 6 μέχρι 8 χρόνια και η ηλικία τους διακρίνεται από τα δόντια.
ΔΟΥΛΕΙΕΣ, ΕΡΓΑΛΕΙΑ, ΝΤΥΣΙΜΟ ΤΟΥ ΤΣΟΠΑΝΟΥ, ΦΛΟΓΕΡΑ & ΣΚΑΡΟΣ.
Είναι γεγονός, πάντως, ότι ένας καλός κτηνοτρόφος έπρεπε να γνωρίζει τα ζώα του, ένα προς ένα, ανάλογα με το χρώμα του, το σημάδι και τα άλλα χαρακτηριστικά τους και να έχει γενικά καλή μνήμη. Υπήρχαν μάλιστα μερικοί τόσο καλοί βοσκοί, οι οποίοι με δυο τρεις ματιές καταλάβαιναν πόσα ζώα τους έλειπαν.
Στη μορφή του παλιού τσελιγκάτου οι τσομπάνηδες (βοσκοί) συνήθως προέρχονταν από τους άντρες και τους σμίχτες του. Πάντως, οι βοσκοί-μέλη και οι σμίχτες έπαιρναν μισθό, όπως και οι εξωτερικοί βοσκοί και, εάν είχαν πρόβατα δικά τους, έπαιρναν αυτό που τους αναλογούσε. Ο χρόνος απασχόλησής τους διαρκούσε ανά εξάμηνο και κομβικοί μήνες ήταν ο Οκτώβρης και ο Απρίλης. Η εποχή πρόσληψης ήταν συνήθως ο Σεπτέμβρης και η συμφωνία γίνονταν με το «στόμα», χωρίς χαρτιά. Έφτανε ο λόγος τότε. Οι τσομπαναραίοι ονομάζονταν ανάλογα με το είδος των ζώων που φυλούσαν [προβατάρηδες, γιδάρηδες, βαλμάδες (άλογα, μουλάρια)].
Η περισσότερο δύσκολη δουλειά είναι αυτή των γιδάρηδων και των προβατάρηδων. Αυτοί είναι υποχρεωμένοι, εκτός της βοσκής, να ποτίζουν, να αλατίζουν, να αρμέγουν, να κουρεύουν, να ξεγεννούν να προστατεύουν, να «σκαρίζουν» και να κάνουν όλες τις απαραίτητες δουλειές και δεν υπήρχε ωράριο εργασίας. Μια πολύ σημαντική διαφορά ανάμεσα στα γίδια και στα πρόβατα είναι ότι το μητρικό φίλτρο είναι περισσότερο ανεπτυγμένο στις γίδες. Ανάμεσα στις άλλες διαφορές τους πρέπει να αναφέρουμε και το γεγονός ότι το γάλα των γιδιών έχει λιγότερα λιπαρά από αυτό των προβάτων, το δε τυρί τους είναι σκληρότερο και περισσότερο λευκό.
Το σπουδαιότερο και αναγκαιότερο εργαλείο του τσοπάνου είναι η γνωστή γκλίτσα/κλείτσα. Όσον αφορά στην ετυμολογία της λέξης, υπάρχουν πολλές απόψεις (από τη λέξη αγκύλη/αγκυλίτσα/αγκλίτσα/γκλίτσα ή από το ρήμα κλείω κλπ). Στα βλάχικα ολόκληρη η γκλίτσα λέγεται «κ.ρλίκου». Το επάνω μέρος της λέγεται «κ.ρλιμπάνα» και το ξύλο που ενώνεται με αυτήν λέγεται βιάργα. Η γκλίτσα χρησιμεύει σαν όπλο επίθεσης και προστασίας του βοσκού, αλλά το κύριο έργο της ήταν το πιάσιμο του ζώου συνήθως από τα πόδια.
Ο τσομπάνος για τον εαυτό του και για το κοπάδι χρειάζονταν επίσης τα παρακάτω εργαλεία: Τ(ου)φέκι, κουμπούρι, μαχαίρι (κ.τσούτου), σουγιάς (κ.στούρα), ραβδί, γίλα, βέργες, βίτσες, πατερίτσα, κλαδευτήρι, τσεκούρι (τ.πόρλου), κουροψάλιδα, τσακμάκι ή πρυόβολο, ακόνια για τα χατζάρια, ίγκλες, τριχιές, γκέμια, καμτσίκια, κιουστέκια, ζιγκιά, μαγκούρες, πέταλα, πανωσάμαρα, φτσέλια, σούβλες, στραγγοτσαντίλες, ξυλοχούλιαρα, βαρέλια για νερό, σακιά, δισάκια, διάφορα τσόλια (για να κοιμάται κλπ) κ.α.. Επίσης πολλά εργαλεία-σάγια ήταν δερμάτινα π.χ. σκαφίδια, τουλούμια, γαλατσάκια κλπ.
Είναι σημαντικό πως τα πρυοβόλια ή τσακμάκια (ατσάλι, πουρναρόπετρα και ίσκνα) τα χρησιμοποιούσαν να ανάψουν φωτιά, στοιχείο που μας παραπέμπει σε πανάρχαιες εποχές. Με το κρούσιμο του ατσαλιού και της στουρναρόπετρας πετιούνται σπίθες, που τις αρπάζει η ίσκνα και έτσι προκαλείται η φωτιά. Η ίσκνα είναι ένας μήκυτας που βγαίνει στις φλούδες των δέντρων και όταν αυτή επεξεργαστεί, ξεραθεί και μαλακώσει αποτελεί καλό προσάναμμα. Ενθυμούμαι, όταν ήμασταν μικρά παιδιά την δεκαετία του 60, κόβαμε την ίσκνα από τα δέντρα την ξεραίναμε και επειδή ήταν μαλακή και πορώδης την καίγαμε στην άκρη και την καπνίζαμε, έχοντας την ψευδαίσθηση ότι καπνίζαμε τσιγάρο.
Στον τουρβά/τρουβά (τάστρου) ο τσομπάνος έβαζε συνήθως τα απαραίτητα τρόφιμα για την καθημερινή ζωή του, καθώς και το κλειδοπίνακο, που ήταν ένα βαθύ και πλατύ ξύλινο πιάτο, το οποίο σφράγιζε με ξύλινο καπάκι και χρησίμευε για διατήρηση φαγητού. Το απλό ξύλινο πιάτο το λέγανε «πνάκι»(«κουβάτα»), ενώ «καρβάνα» το τσίγκινο πνάκι.
Ο βοσκός επίσης είχε μαζί του πάντοτε το γαλοδέρματο ή δερμάτι ή τυροφάι (από δέρμα κατσικίσιο), όπου φύλαγε ιδιαίτερα το καλοκαίρι ξινό δροσερό ορεκτικό γάλα και την φτσέλα ή μπούκλα (ξύλινο στρογγυλό σκεύος με μικρό στόμιο), από όπου έπινε νερό. Τα εργαλεία αυτά συνήθως έφεραν επάνω τους ξυλόγλυπτα κεντήματα, έργα τέχνης φτιαγμένα από τους ίδιους τους βοσκούς.
Οι τσοπάνοι ακόμα είχαν μαζί τους την φλογέρα (πανάρχαιο μουσικό όργανο, «φλοϊάρα» στα βλάχικα) για να παίζουν στις ατέλειωτες ώρες της μοναξιάς και όχι μόνο. Η φλογέρα είναι ένα όργανο δεμένο με τη φύση, τη δουλειά και τις ανάγκες του βοσκού. Κανένας άλλος παρά ο τσοπάνος δε μπορεί να παίξει τόσο όμορφα τη φλογέρα. Ο βοσκός βαράει τη φλογέρα τις ίδιες μονότονες και θλιβερές μελωδίες που έπαιζε από την αρχαιότητα.. Όλο το σκηνικό (του παιξίματος της φλογέρας) θα μπορούσε να παρομοιαστεί με τον Κορυφαίο σε μια ορχήστρα που εναρμονίζει τη συναυλία των κουδουνιών και του κοπαδιού γενικά. Δεν είναι καθόλου απίθανο να τολμήσει να πει κανείς ότι τα ζώα γνωρίζουν το παίξιμο της φλογέρας του δικού τους βοσκού και λειτουργούν ανάλογα, στο σκάρο, στη βοσκή, στη στρούγκα, στον στάλο κλπ. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι μια συγκεκριμένη μελωδία που παίζεται με τη φλογέρα λέγεται «σκάρος». Η μικρή φλογέρα λέγεται και τζουράς ή σουραύλι, ενώ η μεγάλη λέγεται τζαμάρα. Υπήρχε επίσης και ο δίαυλος ή το μπουλ μπουλ που ήταν μαζί δύο φλογέρες (με δυο φωνές). Ένα μουσικό όργανο που έπαιζαν επίσης οι κτηνοτρόφοι ήταν ο ταμπουράς, ο οποίος ήταν ένα έγχορδο όργανο (απόγονος της αρχαιοελληνικής πανδούρας και πρόγονος του λαούτου).
Απαραίτητο προστατευτικό για το κρύο και τις βροχές ήταν το μαλλιότο (ταλαγάνι) για καθημερινή χρήση, που ήταν αδιάβροχο, υφαντό στον αργαλειό (συνήθως από πρόβειο μαλλί), επανοφώρι με κατσιούλα και μανίκια μέχρι το γόνατο. Για μεγαλύτερη προστασία, ιδιαίτερα σκέπασμα για ύπνο υπήρχε η εντελώς αδιάβροχη κάπα (ταμπάρια) που ήταν φτιαγμένη συνήθως από γιδόμαλλο ή τραγόμαλλο και χωρίς μανίκια, με κατσούλα και έφθανε μέχρι τον αστράγαλο. Υπήρχαν και λίγες κάπες με μανίκια.
Τα πρόβατα βόσκουν το ένα δίπλα στο άλλο, ενώ τα γίδια ανεξάρτητα. Επίσης τα γίδια όταν βρουν πολλή βοσκή μένουν στο ίδιο μέρος συνεχώς, ενώ τα πρόβατα αρπάζουν μερικές μπουκιές, είναι βιαστικά και κινούνται προς τα εμπρός πάντοτε. Μια άλλη συνήθεια που έχουν τα πρόβατα κατά τη βοσκή τους είναι ότι πηγαίνουν κόντρα στον αέρα. Επίσης είναι επιλεκτικά, τους αρέσει το καθαρό (παστρικό) χορτάρι και ο καλός βοσκός αποφεύγει τις απότομες παρεμβάσεις για να μην τα αναστατώσει (η ηρεμία τους έχει σημασία στην απόδοση σε γάλα).
Το καλοκαίρι, όταν ο ήλιος ανεβαίνει ψηλά, περίπου από τις 10 το πρωί μέχρι τις 6 το απόγευμα, τα πρόβατα δεν βοσκούν και «σταλίζουν», πηγαίνουν στο στάλο (μασσ) δηλαδή σε σκιερό μέρος (κάτω από δέντρα ή τσαρδάκια). Για να αναπληρωθεί η βοσκή συνήθως κατά τις δυο τα μεσάνυχτα ο καλός βοσκός ξυπνάει το κοπάδι από το γρέκι (αμιρίτζ) που ήταν ένα πρόχειρο περίφραγμα από θάμνους και κλάδους, όπου σταβλίζονται τα αιγοπρόβατα και τα βόσκει για 2 ώρες περίπου. Αυτό λέγεται «σκάρος» και εκείνη την ώρα το κοπάδι χρειάζεται προσοχή από τα αγρίμια (λύκο κλπ) λόγω του σκότους. Τα κουδούνια των προβάτων λειτουργούν και ο βοσκός είναι σε επιφυλακή μαζί με τα τσοπανόσκυλα που είναι εκπαιδευμένα, θορυβεί, φωνάζει συνέχεια, χουϊάζει-χουχουτάει (αούρλου) ή ακόμα παίζει και τη φλογέρα του (εξού και «σκάρος» που είναι αργός ποιμενικός σκοπός με φλογέρα ή κλαρίνο), όπως είπαμε προηγουμένως. Επίσης, τα ζώα, όταν έχουν σταματήσει το βόσκημα και κοιμούνται, μαρκηώνται (σ.ράμικου), δηλαδή μηρυκάζουν.
Η περισσότερο δύσκολη δουλειά είναι αυτή των γιδάρηδων και των προβατάρηδων. Αυτοί είναι υποχρεωμένοι, εκτός της βοσκής, να ποτίζουν, να αλατίζουν, να αρμέγουν, να κουρεύουν, να ξεγεννούν να προστατεύουν, να «σκαρίζουν» και να κάνουν όλες τις απαραίτητες δουλειές και δεν υπήρχε ωράριο εργασίας. Μια πολύ σημαντική διαφορά ανάμεσα στα γίδια και στα πρόβατα είναι ότι το μητρικό φίλτρο είναι περισσότερο ανεπτυγμένο στις γίδες. Ανάμεσα στις άλλες διαφορές τους πρέπει να αναφέρουμε και το γεγονός ότι το γάλα των γιδιών έχει λιγότερα λιπαρά από αυτό των προβάτων, το δε τυρί τους είναι σκληρότερο και περισσότερο λευκό.
Το σπουδαιότερο και αναγκαιότερο εργαλείο του τσοπάνου είναι η γνωστή γκλίτσα/κλείτσα. Όσον αφορά στην ετυμολογία της λέξης, υπάρχουν πολλές απόψεις (από τη λέξη αγκύλη/αγκυλίτσα/αγκλίτσα/γκλίτσα ή από το ρήμα κλείω κλπ). Στα βλάχικα ολόκληρη η γκλίτσα λέγεται «κ.ρλίκου». Το επάνω μέρος της λέγεται «κ.ρλιμπάνα» και το ξύλο που ενώνεται με αυτήν λέγεται βιάργα. Η γκλίτσα χρησιμεύει σαν όπλο επίθεσης και προστασίας του βοσκού, αλλά το κύριο έργο της ήταν το πιάσιμο του ζώου συνήθως από τα πόδια.
Ο τσομπάνος για τον εαυτό του και για το κοπάδι χρειάζονταν επίσης τα παρακάτω εργαλεία: Τ(ου)φέκι, κουμπούρι, μαχαίρι (κ.τσούτου), σουγιάς (κ.στούρα), ραβδί, γίλα, βέργες, βίτσες, πατερίτσα, κλαδευτήρι, τσεκούρι (τ.πόρλου), κουροψάλιδα, τσακμάκι ή πρυόβολο, ακόνια για τα χατζάρια, ίγκλες, τριχιές, γκέμια, καμτσίκια, κιουστέκια, ζιγκιά, μαγκούρες, πέταλα, πανωσάμαρα, φτσέλια, σούβλες, στραγγοτσαντίλες, ξυλοχούλιαρα, βαρέλια για νερό, σακιά, δισάκια, διάφορα τσόλια (για να κοιμάται κλπ) κ.α.. Επίσης πολλά εργαλεία-σάγια ήταν δερμάτινα π.χ. σκαφίδια, τουλούμια, γαλατσάκια κλπ.
Είναι σημαντικό πως τα πρυοβόλια ή τσακμάκια (ατσάλι, πουρναρόπετρα και ίσκνα) τα χρησιμοποιούσαν να ανάψουν φωτιά, στοιχείο που μας παραπέμπει σε πανάρχαιες εποχές. Με το κρούσιμο του ατσαλιού και της στουρναρόπετρας πετιούνται σπίθες, που τις αρπάζει η ίσκνα και έτσι προκαλείται η φωτιά. Η ίσκνα είναι ένας μήκυτας που βγαίνει στις φλούδες των δέντρων και όταν αυτή επεξεργαστεί, ξεραθεί και μαλακώσει αποτελεί καλό προσάναμμα. Ενθυμούμαι, όταν ήμασταν μικρά παιδιά την δεκαετία του 60, κόβαμε την ίσκνα από τα δέντρα την ξεραίναμε και επειδή ήταν μαλακή και πορώδης την καίγαμε στην άκρη και την καπνίζαμε, έχοντας την ψευδαίσθηση ότι καπνίζαμε τσιγάρο.
Στον τουρβά/τρουβά (τάστρου) ο τσομπάνος έβαζε συνήθως τα απαραίτητα τρόφιμα για την καθημερινή ζωή του, καθώς και το κλειδοπίνακο, που ήταν ένα βαθύ και πλατύ ξύλινο πιάτο, το οποίο σφράγιζε με ξύλινο καπάκι και χρησίμευε για διατήρηση φαγητού. Το απλό ξύλινο πιάτο το λέγανε «πνάκι»(«κουβάτα»), ενώ «καρβάνα» το τσίγκινο πνάκι.
Ο βοσκός επίσης είχε μαζί του πάντοτε το γαλοδέρματο ή δερμάτι ή τυροφάι (από δέρμα κατσικίσιο), όπου φύλαγε ιδιαίτερα το καλοκαίρι ξινό δροσερό ορεκτικό γάλα και την φτσέλα ή μπούκλα (ξύλινο στρογγυλό σκεύος με μικρό στόμιο), από όπου έπινε νερό. Τα εργαλεία αυτά συνήθως έφεραν επάνω τους ξυλόγλυπτα κεντήματα, έργα τέχνης φτιαγμένα από τους ίδιους τους βοσκούς.
Οι τσοπάνοι ακόμα είχαν μαζί τους την φλογέρα (πανάρχαιο μουσικό όργανο, «φλοϊάρα» στα βλάχικα) για να παίζουν στις ατέλειωτες ώρες της μοναξιάς και όχι μόνο. Η φλογέρα είναι ένα όργανο δεμένο με τη φύση, τη δουλειά και τις ανάγκες του βοσκού. Κανένας άλλος παρά ο τσοπάνος δε μπορεί να παίξει τόσο όμορφα τη φλογέρα. Ο βοσκός βαράει τη φλογέρα τις ίδιες μονότονες και θλιβερές μελωδίες που έπαιζε από την αρχαιότητα.. Όλο το σκηνικό (του παιξίματος της φλογέρας) θα μπορούσε να παρομοιαστεί με τον Κορυφαίο σε μια ορχήστρα που εναρμονίζει τη συναυλία των κουδουνιών και του κοπαδιού γενικά. Δεν είναι καθόλου απίθανο να τολμήσει να πει κανείς ότι τα ζώα γνωρίζουν το παίξιμο της φλογέρας του δικού τους βοσκού και λειτουργούν ανάλογα, στο σκάρο, στη βοσκή, στη στρούγκα, στον στάλο κλπ. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι μια συγκεκριμένη μελωδία που παίζεται με τη φλογέρα λέγεται «σκάρος». Η μικρή φλογέρα λέγεται και τζουράς ή σουραύλι, ενώ η μεγάλη λέγεται τζαμάρα. Υπήρχε επίσης και ο δίαυλος ή το μπουλ μπουλ που ήταν μαζί δύο φλογέρες (με δυο φωνές). Ένα μουσικό όργανο που έπαιζαν επίσης οι κτηνοτρόφοι ήταν ο ταμπουράς, ο οποίος ήταν ένα έγχορδο όργανο (απόγονος της αρχαιοελληνικής πανδούρας και πρόγονος του λαούτου).
Απαραίτητο προστατευτικό για το κρύο και τις βροχές ήταν το μαλλιότο (ταλαγάνι) για καθημερινή χρήση, που ήταν αδιάβροχο, υφαντό στον αργαλειό (συνήθως από πρόβειο μαλλί), επανοφώρι με κατσιούλα και μανίκια μέχρι το γόνατο. Για μεγαλύτερη προστασία, ιδιαίτερα σκέπασμα για ύπνο υπήρχε η εντελώς αδιάβροχη κάπα (ταμπάρια) που ήταν φτιαγμένη συνήθως από γιδόμαλλο ή τραγόμαλλο και χωρίς μανίκια, με κατσούλα και έφθανε μέχρι τον αστράγαλο. Υπήρχαν και λίγες κάπες με μανίκια.
Τα πρόβατα βόσκουν το ένα δίπλα στο άλλο, ενώ τα γίδια ανεξάρτητα. Επίσης τα γίδια όταν βρουν πολλή βοσκή μένουν στο ίδιο μέρος συνεχώς, ενώ τα πρόβατα αρπάζουν μερικές μπουκιές, είναι βιαστικά και κινούνται προς τα εμπρός πάντοτε. Μια άλλη συνήθεια που έχουν τα πρόβατα κατά τη βοσκή τους είναι ότι πηγαίνουν κόντρα στον αέρα. Επίσης είναι επιλεκτικά, τους αρέσει το καθαρό (παστρικό) χορτάρι και ο καλός βοσκός αποφεύγει τις απότομες παρεμβάσεις για να μην τα αναστατώσει (η ηρεμία τους έχει σημασία στην απόδοση σε γάλα).
Το καλοκαίρι, όταν ο ήλιος ανεβαίνει ψηλά, περίπου από τις 10 το πρωί μέχρι τις 6 το απόγευμα, τα πρόβατα δεν βοσκούν και «σταλίζουν», πηγαίνουν στο στάλο (μασσ) δηλαδή σε σκιερό μέρος (κάτω από δέντρα ή τσαρδάκια). Για να αναπληρωθεί η βοσκή συνήθως κατά τις δυο τα μεσάνυχτα ο καλός βοσκός ξυπνάει το κοπάδι από το γρέκι (αμιρίτζ) που ήταν ένα πρόχειρο περίφραγμα από θάμνους και κλάδους, όπου σταβλίζονται τα αιγοπρόβατα και τα βόσκει για 2 ώρες περίπου. Αυτό λέγεται «σκάρος» και εκείνη την ώρα το κοπάδι χρειάζεται προσοχή από τα αγρίμια (λύκο κλπ) λόγω του σκότους. Τα κουδούνια των προβάτων λειτουργούν και ο βοσκός είναι σε επιφυλακή μαζί με τα τσοπανόσκυλα που είναι εκπαιδευμένα, θορυβεί, φωνάζει συνέχεια, χουϊάζει-χουχουτάει (αούρλου) ή ακόμα παίζει και τη φλογέρα του (εξού και «σκάρος» που είναι αργός ποιμενικός σκοπός με φλογέρα ή κλαρίνο), όπως είπαμε προηγουμένως. Επίσης, τα ζώα, όταν έχουν σταματήσει το βόσκημα και κοιμούνται, μαρκηώνται (σ.ράμικου), δηλαδή μηρυκάζουν.
Οι τσοπαναραίοι ξέρουν ακόμα πως το πρόβατο και το γίδι για να διψάει και να πίνει νερό, να φέρνει γάλα και να παχαίνει, έχει ανάγκη από αλάτι, θέλει «αλάτισμα». Τούτη η γνώση προέκυψε, όταν οι πρώτοι κτηνοτρόφοι παρατήρησαν ότι τα οικόσιτα φυτοφάγα ζώα έδειχναν αδυναμία στα αλόφυτα (φυτά σε αλμυρά εδάφη) και στις αλμυρές πηγές. Έτσι αναγνωρίστηκε η φυσική τους ανάγκη για αλάτι και ως εκ τούτου ο κτηνοτρόφος δημιούργησε τις αλαταριές (σαρίνι). Αυτές είναι σε σταθερά και ειδικά σημεία, συνήθως είναι μεγάλες πλάκες (φυσικές ή τοποθετημένες), όπου μπαίνει αλάτι και πίτουρα βρεγμένα με λίγο νερό. Τα ζώα με το ειδικό σφύριγμα του βοσκού αντιλαμβάνονται ότι πλησιάζουν σε αλαταριά και αρχίζουν να τρέχουν, βελάζοντας από απόσταση περίπου 200 μέτρων. Τρώνε το αλάτι με μεγάλη λαιμαργία και μετά ποτίζονται (σε ποτίστρες ή μπάρες). Γνωστή είναι η «Μπάρα» (μικρή λίμνη) του Ξηρολιβάδου για αυτό το θέμα. Οι βοσκοί δίνουν συχνότερα αλάτι στα πρόβατα και στα γίδια όταν πλησιάζει ο μαρκάλος και ο πριτσιάλος αντίστοιχα (ζευγάρωμα).
Όσον αφορά στις ασθένειες των ζώων, λόγω έλλειψης κτηνιάτρων, όπως ήταν φυσικό, οι ίδιοι οι κτηνοτρόφοι αντιμετώπιζαν με την εμπειρία τους και παραδοσιακά τέτοιου είδους προβλήματα.
Πολύ συνηθισμένο πρόβλημα στα ζώα ήταν το σπάσιμο των άκρων τους, το οποίο αντιμετωπίζονταν με τους πρακτικούς (ιχλήδες στα σαρακατσάνικα) αλλά και με τους απλούς κτηνοτρόφους. Άλλα προβλήματα υγείας ήταν το φούσκωμα, η τρέλα (β.ρλ.), το φίδιασμα (ντι ν.πίρτικα), ο μασταράς (αγκουντί του ούτζ=μαστάρια), ο άνθρακας (νταλάκ), η στρουμπάρα, η παρμάρα (λουάρι) το λυκόπιαμα (λούπλου ακ.τσέ ντι λα γκούσι) και άλλα. Είναι αξιοσημείωτο ότι για τη θεραπεία των «τρελών» ζώων (φούσκα με υγρά και άσπρα σπόρια στον εγκέφαλο του ζώου, που το έκανε να αντιδρά με τρέλα) υπήρχαν κτηνοτρόφοι οι οποίοι πραγματοποιούσαν πρακτικές χειρουργικές επεμβάσεις και μάλιστα πολλές φορές με επιτυχία.
Το φίδιασμα ήταν το τσίμπημα του ζώου από το φίδι, ενώ το φούσκωμα προέρχονταν συνήθως από δηλητηριασμένη τροφή. Και για τα δυο ο κτηνοτρόφος συνήθως εύρισκε τρόπο να τα θεραπεύσει. Η στρουμπάρα, για παράδειγμα, ήταν ένα είδος δηλητηρίασης του ζώου από χορτάρι ή μανιτάρι. Ο μασταράς ήταν η γνωστή μαστίτιδα και το λυκόπιασμα ήταν ο τραυματισμός του ζώου από δάγκωμα λύκου συνήθως στο λαιμό. Πρέπει να αναφερθεί ότι ο λύκος, όταν ορμούσε σε ένα κοπάδι, δάγκωνε από το λαιμό όσα ζώα μπορούσε (αιμοβόρος) και στο τέλος έπαιρνε στον ώμο του ένα από αυτά κι έφευγε. Για τη θεραπεία του δαγκώματος οι κτηνοτρόφοι συνήθως έχυναν στη πληγή καυτό λάδι.
Το μουνούχισμα στα κριάρια, άλογα, γάιδαρους, σκύλους κλπ και το τσουκάνισμα (τραγιά) ήταν η αφαίρεση των όρχεων από αρσενικά ζώα που ο κτηνοτρόφος ήθελε να είναι ήσυχα και πειθαρχημένα, όπου έμπειροι πρακτικοί κτηνοτρόφοι έκαναν αυτή την διαδικασία με κοφτερά μαχαίρια.
Βέβαια, από τα αρσενικά (κριάρια, τραγιά) σε ένα κοπάδι που δεν ευνουχίζονταν, ένα έπρεπε να γίνει αρχηγός πριν από το βάτεμα (εποχή σύλληψης). Αυτό ήταν υπόθεση και μόνο των αρσενικών και δεν υπήρχε παρέμβαση από τον κτηνοτρόφο. Τα αρσενικά μόνα τους καταλάβαιναν ποιος έκανε για αρχηγός. Εάν στο τέλος δυο αρσενικά διεκδικούσαν την αρχηγία, τότε γινόταν μονομαχία μεταξύ τους και μάλιστα μέχρι θανάτου (κτύπημα με τα κέρατα), αλλά με κανόνες αξιοκρατίας, δικαιοσύνης και παλικαριάς. Τα προνόμια του αρχηγού ήταν ότι αυτός ήταν ο εκλεκτός των θηλυκών στην εποχή του «βατέματος» και ο επικεφαλής του κοπαδιού (το προαναφερθέν γκισέμι).
Ο κτηνοτρόφος επίσης αντιμετωπίζει και ένα άλλο σοβαρό πρόβλημα. Κάποια αρνιά ή κατσίκια γεννιώνται ψόφια και οι μάνες τους μένουν τσαγκάδες (πλικ.τουάρι) και υπάρχει κίνδυνος να μείνουν χωρίς γάλα, εάν δεν αρμεχθούν, ή να αρρωστήσουν από το πολύ γάλα. Ακόμα μερικές μάνες δεν θέλουν τα αρνιά που γέννησαν, ή το γάλα τους μερικές φορές δεν φθάνει ή έχουν πολύ γάλα που περισσεύει. Έτσι, αυτός για να εξασφαλίσει μια ισοδύναμη ανάπτυξη όλων των αρνιών, αναγκάζεται να προβεί σε «αναγκαστικές υιοθεσίες», το «διπλόδεμα»(όλη αυτή η διαδικασία στα βλάχικα σημαίνει πλικ.τουάρι) όπως το λένε οι Σαρακατσάνοι.
Επειδή μια μάνα-προβατίνα-τσαγκάδα είναι φυσικά δύσκολο να δεχθεί ένα υιοθετημένο αρνί, ο κτηνοτρόφος μηχανεύεται διάφορους τρόπους για την αποδοχή της «υιοθεσίας». Ένας από αυτούς είναι να απομονώσει τη «τσαγκάδα» με το υιοθετημένο αρνί σε ένα μικρό περιφραγμένο χώρο-μπιτούλι (κουτάρι), να το ντύσει με το δέρμα του ψόφιου δικού της αρνιού, έτσι ώστε η μάνα να έχει τη μυρωδιά του και με μια σειρά από ενέργειες του τελικά το αρνί να γίνει αποδεκτό από τη θετή μάνα, τουλάχιστον μέσα σε δυο τρεις ημέρες. Πάντως, πρέπει να επισημανθεί ότι οι γίδες «υιοθετούν» δυσκολότερα από τις προβατίνες.
Επιβάλλεται ασφαλώς να γίνει και μια μικρή αναφορά στο τσομπανόσκυλο, που είναι ο αχώριστος σύντροφος του βοσκού, ο ακούραστος φύλακας του κοπαδιού και που θυσιάζει ακόμα και τη ζωή του για αυτό. Τα τσομπανόσκυλα, χωρίς να έχουν κάποια ειδική εκπαίδευση, ανταποκρίνονται στο ρόλο που τους αναθέτει ο βοσκός, απομακρύνουν τα αγρίμια από το κοπάδι, αγαπούν το αφεντικό τους και υπακούουν σε αυτόν, ο οποίος βέβαια τα εξασφαλίζει με πιτυρίσιο/καλαμποκίσιο ψωμί μια δυο φορές την ημέρα, το λεγόμενο γκομούλι. Τα σκυλιά όταν φυλάνε το κοπάδι βρίσκονται πάντοτε σε επίκαιρη θέση που αυτά επιλέγουν Δεν τα βλέπει κανείς όλα μαζί και αυτά πάντοτε μετακινούνται μπρος και πίσω από το κοπάδι, χωρίς να στέκονται στο ίδιο σημείο. Τα τσομπανόσκυλα σπάνια κοιμούνται όταν το κοπάδι και ο βοσκός είναι σε ύπνο και συχνά γαυγίζουν και ουρλιάζουν για να καταστήσουν γνωστή την παρουσία τους και να φοβίσουν τα αγρίμια, ιδιαίτερα τον λύκο.
Πολύ συνηθισμένο πρόβλημα στα ζώα ήταν το σπάσιμο των άκρων τους, το οποίο αντιμετωπίζονταν με τους πρακτικούς (ιχλήδες στα σαρακατσάνικα) αλλά και με τους απλούς κτηνοτρόφους. Άλλα προβλήματα υγείας ήταν το φούσκωμα, η τρέλα (β.ρλ.), το φίδιασμα (ντι ν.πίρτικα), ο μασταράς (αγκουντί του ούτζ=μαστάρια), ο άνθρακας (νταλάκ), η στρουμπάρα, η παρμάρα (λουάρι) το λυκόπιαμα (λούπλου ακ.τσέ ντι λα γκούσι) και άλλα. Είναι αξιοσημείωτο ότι για τη θεραπεία των «τρελών» ζώων (φούσκα με υγρά και άσπρα σπόρια στον εγκέφαλο του ζώου, που το έκανε να αντιδρά με τρέλα) υπήρχαν κτηνοτρόφοι οι οποίοι πραγματοποιούσαν πρακτικές χειρουργικές επεμβάσεις και μάλιστα πολλές φορές με επιτυχία.
Το φίδιασμα ήταν το τσίμπημα του ζώου από το φίδι, ενώ το φούσκωμα προέρχονταν συνήθως από δηλητηριασμένη τροφή. Και για τα δυο ο κτηνοτρόφος συνήθως εύρισκε τρόπο να τα θεραπεύσει. Η στρουμπάρα, για παράδειγμα, ήταν ένα είδος δηλητηρίασης του ζώου από χορτάρι ή μανιτάρι. Ο μασταράς ήταν η γνωστή μαστίτιδα και το λυκόπιασμα ήταν ο τραυματισμός του ζώου από δάγκωμα λύκου συνήθως στο λαιμό. Πρέπει να αναφερθεί ότι ο λύκος, όταν ορμούσε σε ένα κοπάδι, δάγκωνε από το λαιμό όσα ζώα μπορούσε (αιμοβόρος) και στο τέλος έπαιρνε στον ώμο του ένα από αυτά κι έφευγε. Για τη θεραπεία του δαγκώματος οι κτηνοτρόφοι συνήθως έχυναν στη πληγή καυτό λάδι.
Το μουνούχισμα στα κριάρια, άλογα, γάιδαρους, σκύλους κλπ και το τσουκάνισμα (τραγιά) ήταν η αφαίρεση των όρχεων από αρσενικά ζώα που ο κτηνοτρόφος ήθελε να είναι ήσυχα και πειθαρχημένα, όπου έμπειροι πρακτικοί κτηνοτρόφοι έκαναν αυτή την διαδικασία με κοφτερά μαχαίρια.
Βέβαια, από τα αρσενικά (κριάρια, τραγιά) σε ένα κοπάδι που δεν ευνουχίζονταν, ένα έπρεπε να γίνει αρχηγός πριν από το βάτεμα (εποχή σύλληψης). Αυτό ήταν υπόθεση και μόνο των αρσενικών και δεν υπήρχε παρέμβαση από τον κτηνοτρόφο. Τα αρσενικά μόνα τους καταλάβαιναν ποιος έκανε για αρχηγός. Εάν στο τέλος δυο αρσενικά διεκδικούσαν την αρχηγία, τότε γινόταν μονομαχία μεταξύ τους και μάλιστα μέχρι θανάτου (κτύπημα με τα κέρατα), αλλά με κανόνες αξιοκρατίας, δικαιοσύνης και παλικαριάς. Τα προνόμια του αρχηγού ήταν ότι αυτός ήταν ο εκλεκτός των θηλυκών στην εποχή του «βατέματος» και ο επικεφαλής του κοπαδιού (το προαναφερθέν γκισέμι).
Ο κτηνοτρόφος επίσης αντιμετωπίζει και ένα άλλο σοβαρό πρόβλημα. Κάποια αρνιά ή κατσίκια γεννιώνται ψόφια και οι μάνες τους μένουν τσαγκάδες (πλικ.τουάρι) και υπάρχει κίνδυνος να μείνουν χωρίς γάλα, εάν δεν αρμεχθούν, ή να αρρωστήσουν από το πολύ γάλα. Ακόμα μερικές μάνες δεν θέλουν τα αρνιά που γέννησαν, ή το γάλα τους μερικές φορές δεν φθάνει ή έχουν πολύ γάλα που περισσεύει. Έτσι, αυτός για να εξασφαλίσει μια ισοδύναμη ανάπτυξη όλων των αρνιών, αναγκάζεται να προβεί σε «αναγκαστικές υιοθεσίες», το «διπλόδεμα»(όλη αυτή η διαδικασία στα βλάχικα σημαίνει πλικ.τουάρι) όπως το λένε οι Σαρακατσάνοι.
Επειδή μια μάνα-προβατίνα-τσαγκάδα είναι φυσικά δύσκολο να δεχθεί ένα υιοθετημένο αρνί, ο κτηνοτρόφος μηχανεύεται διάφορους τρόπους για την αποδοχή της «υιοθεσίας». Ένας από αυτούς είναι να απομονώσει τη «τσαγκάδα» με το υιοθετημένο αρνί σε ένα μικρό περιφραγμένο χώρο-μπιτούλι (κουτάρι), να το ντύσει με το δέρμα του ψόφιου δικού της αρνιού, έτσι ώστε η μάνα να έχει τη μυρωδιά του και με μια σειρά από ενέργειες του τελικά το αρνί να γίνει αποδεκτό από τη θετή μάνα, τουλάχιστον μέσα σε δυο τρεις ημέρες. Πάντως, πρέπει να επισημανθεί ότι οι γίδες «υιοθετούν» δυσκολότερα από τις προβατίνες.
Επιβάλλεται ασφαλώς να γίνει και μια μικρή αναφορά στο τσομπανόσκυλο, που είναι ο αχώριστος σύντροφος του βοσκού, ο ακούραστος φύλακας του κοπαδιού και που θυσιάζει ακόμα και τη ζωή του για αυτό. Τα τσομπανόσκυλα, χωρίς να έχουν κάποια ειδική εκπαίδευση, ανταποκρίνονται στο ρόλο που τους αναθέτει ο βοσκός, απομακρύνουν τα αγρίμια από το κοπάδι, αγαπούν το αφεντικό τους και υπακούουν σε αυτόν, ο οποίος βέβαια τα εξασφαλίζει με πιτυρίσιο/καλαμποκίσιο ψωμί μια δυο φορές την ημέρα, το λεγόμενο γκομούλι. Τα σκυλιά όταν φυλάνε το κοπάδι βρίσκονται πάντοτε σε επίκαιρη θέση που αυτά επιλέγουν Δεν τα βλέπει κανείς όλα μαζί και αυτά πάντοτε μετακινούνται μπρος και πίσω από το κοπάδι, χωρίς να στέκονται στο ίδιο σημείο. Τα τσομπανόσκυλα σπάνια κοιμούνται όταν το κοπάδι και ο βοσκός είναι σε ύπνο και συχνά γαυγίζουν και ουρλιάζουν για να καταστήσουν γνωστή την παρουσία τους και να φοβίσουν τα αγρίμια, ιδιαίτερα τον λύκο.
ΠΟΙΜΝΙΟΣΤΑΣΙΑ, ΟΒΟΡΟΙ, ΣΤΡΟΥΓΚΕΣ.
Τα ποιμνιοστάσια ή μαντριά (στα βλάχικα: «μάντρα» για πρόβατα και «κ.πρ.λιάτσ» για γίδια) διακρίνονται σε κόρδες (πρόχειρα μαντριά για όλες τις κατηγορίες των ζώων και για πολλές περιστάσεις), προβατομάντρια (για πρόβατα), γιδομάντρια (για γίδια), και οβορούς (για άλογα και μουλάρια). Τα μαντριά στήνονταν κυρίως στα χειμαδιά και όλοι δουλεύουν ασταμάτητα, έτσι ώστε αυτά να είναι έτοιμα για να γεννήσουν τα «πρότα» (ζώα) γιατί ο κτηνοτρόφος θα βγάλει το ψωμί του από το «γέννος» (αρνιά, κατσίκια) και τα γάλατα.
Οι κόρδες συνήθως για τα πρόβατα κατασκευάζονταν κυρίως στα χινοπώρια, αλλά και στους θερινούς μήνες. Είναι ένας χώρος περιφραγμένος με θάμνους από πουρνάρια, βαλανιδιές βάτα, άγριες γκορτσιές κλπ. Εκεί τα πρόβατα κλείνονταν γενικά τα βράδια για να ξενυχτίσουν χωρίς κίνδυνο και οι κτηνοτρόφοι να ελέγχουν την κατάσταση τους και να τα αρμέγουν. Οι Βλάχοι συνήθως ονομάζουν τις καλοκαιρινές κόρδες κ.σhιάρι για τα γίδια και τα χρησιμοποιούσαν περισσότερο για το άρμεγμα (τα γίδια κοιμούνταν έξω συνήθως).
Δίπλα στην κόρδα ήταν το γιατάκι (κατάλυμα) των βοσκών, το οποίο συνήθως ήταν ένα σκέπαστρο-λασιά ή πλάτη και σπάνια μια μικρή καλύβα. Εκεί κοιμόταν και ζούσε ο βοσκός όλες τις ώρες που τα πρόβατα και τα γίδια του κοιμούνταν μέσα στην κόρδα και εκεί είχε τον απαραίτητο χώρο του, όλα τα σύνεργα και τις αποσκευές του (ρούχα, βάτρα, κακάβι, γαλοδέρματο, τσεκούρι, κλειδοπινάκιο κλπ). Οι Βλάχοι κτηνοτρόφοι, στο Σέλι και στο Ξηρολίβαδο και την Κουμαριά δεν είχαν συνήθως καλύβες γιατί είχαν δικά τους σπίτια σε αυτά τα βλαχοχώρια το καλοκαίρι.
Το προβατομάντρι ή πρατομάντρι προορίζονταν για τον σταυλισμό των προβάτων, των ζυγουριών (νεαρών προβάτων) και των αρνιών. Αυτό το μαντρί, που ήταν πιο τεχνικό απ' όλα τα μαντριά αποτελείτο από τον κυκλικό φράχτη, τους νταϊαμάδες, το δάπεδο-πάτωμα και την πόρτα-είσοδο.
Ο κυκλικός φράχτης φτιαχνόταν έτσι (κάθετα μπηχτάρια-ξύλα, οριζόντια ζωνάρια-ξύλα δεμένα και ντυμένα με κλαδιά ιτιάς ή λυγαριάς) ώστε να διευκολυνθεί η κατασκευή του νταϊαμά.
Ο νταϊαμάς (μπουϊάτα), ήταν ο «γείσος» του μαντριού. Ήταν δηλαδή η προς το εσωτερικό του και σε βάθος δυο-τριών μέτρων προβολή του φράχτη του μαντριού. Αυτός κατασκευάζονταν με μεγάλη μαεστρία και κατόπιν «ντύνονταν» με κλαδιά (βαλανιδιάς, οξυάς, γκορτσιάς κλπ) και καλαμιές (από βρίζα, καλάμι, βούζια κλπ). Με τον εξαιρετικό αυτό τρόπο κατασκευής του μαντριού με τον νταϊαμά του, οι κτηνοτρόφοι εξασφάλιζαν προφύλαξη από τη βροχή και το χιόνι και στεγανότητα στο τμήμα του μαντριού κάτω από τον νταϊαμά αλλά και κοντά στον φράχτη, γιατί και σε αυτόν έδιναν μια κλίση προς τα μέσα.
Επίσης για να αντιμετωπίσουν τα νερά και τις ακαθαρσίες των ζώων στο εσωτερικό του μαντριού έκαναν το πάτωμα, συνήθως το φθινόπωρο. Επίστρωναν δηλαδή σε όλο το εσωτερικό πουρνάρια ή άλλους θάμνους και από επάνω άχυρα, βούζια κλπ κι έτσι τα νερά έφευγαν κάτω από αυτά τα στρώματα. Όταν αυτά λερωνόταν, ο κτηνοτρόφος έστρωνε και άλλα στρώματα μέχρι να έλθει η άνοιξη, κατά την οποία «ξεπάτωνε» το μαντρί (ήταν μια δύσκολη δουλειά).
Τα γιδομάντρια στήνονταν σε πλαγιές (το νερό έφευγε λόγω της κλίσης του εδάφους και έτσι δεν είχαν «πάτωμα»), είχαν την ίδια κατασκευή με τα πρατομάντρια με την διαφορά ότι η κατασκευή τους ήταν πιο απλή και ήταν περισσότερο ευρύχωρα γιατί τα γίδια στον ύπνο τους θέλουν «απλωσιά» και τον δικό τους χώρο και όχι το ένα πάνω στο άλλο, σαν τα πρόβατα. Επίσης, το γιδομάντρι είχε κι ένα εσωτερικό φράχτη-τσαρκούλι (τσάρκου), όπου έβαζαν τα κατσίκια όταν ήταν μικρά και δεν μπορούσαν να βοσκήσουν μέχρι το «απόκομμα» (από το μητρικό γάλα).
Ένας σημαντικός λόγος ήταν ότι ο γιδάρης έβαζε τα κατσίκια στο τσαρκούλι για να μην είναι συνέχεια με την μάνα του γιατί το κατσίκι είναι λαίμαργο, βυζαίνει πολύ και αδυνατίζει την γίδα. Τα κατσίκια σε αντίθεση με τα αρνιά δύσκολα αποκόβονται από τη μάνα τους, γενικά όμως υπάρχει μεγάλη δουλειά για τον κτηνοτρόφο μετά την γέννα (αποκοπή των γεννημένων στα τσαρκούλια και στα αρνομάντρια και βαθμιαία ένταξή τους στο κοπάδι).
Ο οβορός (νοβρό) ήταν το μαντρί των αλόγων και των μουλαριών και έμοιαζε περισσότερο με την κόρδα (απλός φράχτης με παλούκια) και περισσότερο αποσκοπούσε τα άλογα και τα μουλάρια να μην απομακρύνονται (κίνδυνος αγριμιών).
Στην περίπτωση που δεν υπήρχε οβορός, για να περιορίσουν επίσης την απομάκρυνση των αλόγων και των μουλαριών από τη στάνη, χρησιμοποιούσαν δυο τρόπους δεσίματός τους: α) το πεδούλωμα (αγκιντικάρ΄), που ήταν ένα χαλαρό δέσιμο με το αλτάρι και β) το μακροσχοίνισμα, που ήταν το δέσιμο του ενός μπροστινού ποδιού με ένα μεγάλο σχοινί ενώ η άλλη άκρη του οποίου ήταν δεμένη σε ένα παλούκι βαθειά μπηγμένο στη γη.
Τα πρόβατα κοιμούνται στο πρατομάντρι και όρθια και καθιστά, όχι όμως ξαπλωμένα. Τα γίδια πάντοτε καθιστά. Τα άλογα και τα μουλάρια και όρθια και καθιστά.
Ο καιρός στη στρούγκα ή ο «καιρός στα γάλατα», άρχιζε αφού πουληθεί το πρώτο κοπάδι από τ' αρσενικά αρνιά και κατσίκια. Η στρούγκα ήταν ο χώρος στον οποίο οι κτηνοτρόφοι άρμεγαν τις προβατίνες και τις γίδες και αυτή στηνότανε από τον Γενάρη μέχρι τον Μάρτη (ανάλογα με το κλίμα). Το άρμεγμα στη στρούγκα ήταν από τις βαριές δουλειές του τσοπάνου, αλλά και από τις περισσότερο αποδοτικές γιατί ο κτηνοτρόφος, μετά από τον τόσο μεγάλο κόπο της χρονιάς, ανταμειβότανε με το γάλα και ζούσε την οικογένειά του.
Οι παλιοί μάλιστα προστάτευαν τη στρούγκα με ξόρκια και φυλαχτά από το κακό μάτι και έκαναν διάφορα έθιμα για φυλαχτικό της στρούγκα στις μεγάλες γιορτές. Για παράδειγμα, την Μεγάλη Πέμπτη, έβαζαν ανάμεσα από τα στρουγκόλιθα της στρούγκας, μέσα στο χώμα, ένα κόκκινο λειτουργημένο αβγό, για να φυλάει τα ζώα από την παρμάρα και το μασταρά, αρρώστιες που τα κόβει το γάλα.
Η στρούγκα λοιπόν ήταν μια πρόχειρη περίφραξη για να βάλουν τα ζώα για άρμεγμα. Πρέπει να σημειωθεί ότι, αν η προβατίνα ή η γίδα δεν αρμεχθεί, χάνει το γάλα της, «συγκαίγεται» όπως λέγανε παλιά. Η στρούγκα στηνόταν όπου συνέφερε στη δουλειά των κτηνοτρόφων. Συνήθως κοντά στα μαντριά, αλλά και στο λιβαδοτόπι. Όταν, όμως, είχε κακοκαιρία τα γαλάρια αρμέγονταν μέσα στο ίδιο το μαντρί.
Το σχήμα της στρούγκας ήταν συνήθως στρόγγυλο και ο κυκλικός αυτός φράχτης γινότανε με χαμόκλαδα, πουρνάρια (τζουνάπινι), κέδρα κλπ. Συνήθως, είχε δύο ανοίγματα-πόρτες (αμπουριές, στα βλάχικα αρούγκ.), την πίσω τη μεγαλύτερη (στόμα ή πισωστρούγκι) για να εισέρχονται τα ζώα και την μπροστινή (μάτι) για το άρμεγμα. Στο μπροστινό άνοιγμα υπήρχαν δυο μεγάλα λιθάρια, τα στρουγκόλιθα ή αρμερολίθια (σκάμν.λι), όπου σ' αυτά κάθονταν οι αρμεχτάδες. Εάν υπήρχαν πολλά ζώα για άρμεγμα, φτιάχνανε δυο μάτια για να έχουν περισσότερα στρουγκόλιθα και περισσότερους, εννοείται, αρμεχτάδες.
Οι κόρδες συνήθως για τα πρόβατα κατασκευάζονταν κυρίως στα χινοπώρια, αλλά και στους θερινούς μήνες. Είναι ένας χώρος περιφραγμένος με θάμνους από πουρνάρια, βαλανιδιές βάτα, άγριες γκορτσιές κλπ. Εκεί τα πρόβατα κλείνονταν γενικά τα βράδια για να ξενυχτίσουν χωρίς κίνδυνο και οι κτηνοτρόφοι να ελέγχουν την κατάσταση τους και να τα αρμέγουν. Οι Βλάχοι συνήθως ονομάζουν τις καλοκαιρινές κόρδες κ.σhιάρι για τα γίδια και τα χρησιμοποιούσαν περισσότερο για το άρμεγμα (τα γίδια κοιμούνταν έξω συνήθως).
Δίπλα στην κόρδα ήταν το γιατάκι (κατάλυμα) των βοσκών, το οποίο συνήθως ήταν ένα σκέπαστρο-λασιά ή πλάτη και σπάνια μια μικρή καλύβα. Εκεί κοιμόταν και ζούσε ο βοσκός όλες τις ώρες που τα πρόβατα και τα γίδια του κοιμούνταν μέσα στην κόρδα και εκεί είχε τον απαραίτητο χώρο του, όλα τα σύνεργα και τις αποσκευές του (ρούχα, βάτρα, κακάβι, γαλοδέρματο, τσεκούρι, κλειδοπινάκιο κλπ). Οι Βλάχοι κτηνοτρόφοι, στο Σέλι και στο Ξηρολίβαδο και την Κουμαριά δεν είχαν συνήθως καλύβες γιατί είχαν δικά τους σπίτια σε αυτά τα βλαχοχώρια το καλοκαίρι.
Το προβατομάντρι ή πρατομάντρι προορίζονταν για τον σταυλισμό των προβάτων, των ζυγουριών (νεαρών προβάτων) και των αρνιών. Αυτό το μαντρί, που ήταν πιο τεχνικό απ' όλα τα μαντριά αποτελείτο από τον κυκλικό φράχτη, τους νταϊαμάδες, το δάπεδο-πάτωμα και την πόρτα-είσοδο.
Ο κυκλικός φράχτης φτιαχνόταν έτσι (κάθετα μπηχτάρια-ξύλα, οριζόντια ζωνάρια-ξύλα δεμένα και ντυμένα με κλαδιά ιτιάς ή λυγαριάς) ώστε να διευκολυνθεί η κατασκευή του νταϊαμά.
Ο νταϊαμάς (μπουϊάτα), ήταν ο «γείσος» του μαντριού. Ήταν δηλαδή η προς το εσωτερικό του και σε βάθος δυο-τριών μέτρων προβολή του φράχτη του μαντριού. Αυτός κατασκευάζονταν με μεγάλη μαεστρία και κατόπιν «ντύνονταν» με κλαδιά (βαλανιδιάς, οξυάς, γκορτσιάς κλπ) και καλαμιές (από βρίζα, καλάμι, βούζια κλπ). Με τον εξαιρετικό αυτό τρόπο κατασκευής του μαντριού με τον νταϊαμά του, οι κτηνοτρόφοι εξασφάλιζαν προφύλαξη από τη βροχή και το χιόνι και στεγανότητα στο τμήμα του μαντριού κάτω από τον νταϊαμά αλλά και κοντά στον φράχτη, γιατί και σε αυτόν έδιναν μια κλίση προς τα μέσα.
Επίσης για να αντιμετωπίσουν τα νερά και τις ακαθαρσίες των ζώων στο εσωτερικό του μαντριού έκαναν το πάτωμα, συνήθως το φθινόπωρο. Επίστρωναν δηλαδή σε όλο το εσωτερικό πουρνάρια ή άλλους θάμνους και από επάνω άχυρα, βούζια κλπ κι έτσι τα νερά έφευγαν κάτω από αυτά τα στρώματα. Όταν αυτά λερωνόταν, ο κτηνοτρόφος έστρωνε και άλλα στρώματα μέχρι να έλθει η άνοιξη, κατά την οποία «ξεπάτωνε» το μαντρί (ήταν μια δύσκολη δουλειά).
Τα γιδομάντρια στήνονταν σε πλαγιές (το νερό έφευγε λόγω της κλίσης του εδάφους και έτσι δεν είχαν «πάτωμα»), είχαν την ίδια κατασκευή με τα πρατομάντρια με την διαφορά ότι η κατασκευή τους ήταν πιο απλή και ήταν περισσότερο ευρύχωρα γιατί τα γίδια στον ύπνο τους θέλουν «απλωσιά» και τον δικό τους χώρο και όχι το ένα πάνω στο άλλο, σαν τα πρόβατα. Επίσης, το γιδομάντρι είχε κι ένα εσωτερικό φράχτη-τσαρκούλι (τσάρκου), όπου έβαζαν τα κατσίκια όταν ήταν μικρά και δεν μπορούσαν να βοσκήσουν μέχρι το «απόκομμα» (από το μητρικό γάλα).
Ένας σημαντικός λόγος ήταν ότι ο γιδάρης έβαζε τα κατσίκια στο τσαρκούλι για να μην είναι συνέχεια με την μάνα του γιατί το κατσίκι είναι λαίμαργο, βυζαίνει πολύ και αδυνατίζει την γίδα. Τα κατσίκια σε αντίθεση με τα αρνιά δύσκολα αποκόβονται από τη μάνα τους, γενικά όμως υπάρχει μεγάλη δουλειά για τον κτηνοτρόφο μετά την γέννα (αποκοπή των γεννημένων στα τσαρκούλια και στα αρνομάντρια και βαθμιαία ένταξή τους στο κοπάδι).
Ο οβορός (νοβρό) ήταν το μαντρί των αλόγων και των μουλαριών και έμοιαζε περισσότερο με την κόρδα (απλός φράχτης με παλούκια) και περισσότερο αποσκοπούσε τα άλογα και τα μουλάρια να μην απομακρύνονται (κίνδυνος αγριμιών).
Στην περίπτωση που δεν υπήρχε οβορός, για να περιορίσουν επίσης την απομάκρυνση των αλόγων και των μουλαριών από τη στάνη, χρησιμοποιούσαν δυο τρόπους δεσίματός τους: α) το πεδούλωμα (αγκιντικάρ΄), που ήταν ένα χαλαρό δέσιμο με το αλτάρι και β) το μακροσχοίνισμα, που ήταν το δέσιμο του ενός μπροστινού ποδιού με ένα μεγάλο σχοινί ενώ η άλλη άκρη του οποίου ήταν δεμένη σε ένα παλούκι βαθειά μπηγμένο στη γη.
Τα πρόβατα κοιμούνται στο πρατομάντρι και όρθια και καθιστά, όχι όμως ξαπλωμένα. Τα γίδια πάντοτε καθιστά. Τα άλογα και τα μουλάρια και όρθια και καθιστά.
Ο καιρός στη στρούγκα ή ο «καιρός στα γάλατα», άρχιζε αφού πουληθεί το πρώτο κοπάδι από τ' αρσενικά αρνιά και κατσίκια. Η στρούγκα ήταν ο χώρος στον οποίο οι κτηνοτρόφοι άρμεγαν τις προβατίνες και τις γίδες και αυτή στηνότανε από τον Γενάρη μέχρι τον Μάρτη (ανάλογα με το κλίμα). Το άρμεγμα στη στρούγκα ήταν από τις βαριές δουλειές του τσοπάνου, αλλά και από τις περισσότερο αποδοτικές γιατί ο κτηνοτρόφος, μετά από τον τόσο μεγάλο κόπο της χρονιάς, ανταμειβότανε με το γάλα και ζούσε την οικογένειά του.
Οι παλιοί μάλιστα προστάτευαν τη στρούγκα με ξόρκια και φυλαχτά από το κακό μάτι και έκαναν διάφορα έθιμα για φυλαχτικό της στρούγκα στις μεγάλες γιορτές. Για παράδειγμα, την Μεγάλη Πέμπτη, έβαζαν ανάμεσα από τα στρουγκόλιθα της στρούγκας, μέσα στο χώμα, ένα κόκκινο λειτουργημένο αβγό, για να φυλάει τα ζώα από την παρμάρα και το μασταρά, αρρώστιες που τα κόβει το γάλα.
Η στρούγκα λοιπόν ήταν μια πρόχειρη περίφραξη για να βάλουν τα ζώα για άρμεγμα. Πρέπει να σημειωθεί ότι, αν η προβατίνα ή η γίδα δεν αρμεχθεί, χάνει το γάλα της, «συγκαίγεται» όπως λέγανε παλιά. Η στρούγκα στηνόταν όπου συνέφερε στη δουλειά των κτηνοτρόφων. Συνήθως κοντά στα μαντριά, αλλά και στο λιβαδοτόπι. Όταν, όμως, είχε κακοκαιρία τα γαλάρια αρμέγονταν μέσα στο ίδιο το μαντρί.
Το σχήμα της στρούγκας ήταν συνήθως στρόγγυλο και ο κυκλικός αυτός φράχτης γινότανε με χαμόκλαδα, πουρνάρια (τζουνάπινι), κέδρα κλπ. Συνήθως, είχε δύο ανοίγματα-πόρτες (αμπουριές, στα βλάχικα αρούγκ.), την πίσω τη μεγαλύτερη (στόμα ή πισωστρούγκι) για να εισέρχονται τα ζώα και την μπροστινή (μάτι) για το άρμεγμα. Στο μπροστινό άνοιγμα υπήρχαν δυο μεγάλα λιθάρια, τα στρουγκόλιθα ή αρμερολίθια (σκάμν.λι), όπου σ' αυτά κάθονταν οι αρμεχτάδες. Εάν υπήρχαν πολλά ζώα για άρμεγμα, φτιάχνανε δυο μάτια για να έχουν περισσότερα στρουγκόλιθα και περισσότερους, εννοείται, αρμεχτάδες.
ΑΝΤΡΙΚΙΕΣ & ΓΥΝΑΙΚΕΙΕΣ ΔΟΥΛΕΙΕΣ - ΓΕΝΙΚΑ
Όπως είπαμε, στη στρούγκα αρμέγονταν συνήθως τα γαλάρια των οποίων έχουν πουληθεί τα αρνιά και τα κατσίκια, αλλά και τα γαλάρια που έχουν αποκόψει εντελώς από το «βύζαιμα» (για αυτή την σταδιακή αποκοπή βέβαια ο κτηνοτρόφος χρησιμοποιεί διάφορες τεχνικές). Οι γίδες στην αρχή είναι δύσκολες στο άρμεγμα (κλωτσάνε), μετά όμως, όταν μεγαλώσουν, στέκονται καλύτερα από τις προβατίνες.
Το άρμεγμα είναι δύσκολη δουλειά, χρειάζεται τεχνική και γερά χέρια. Ο κάθε αρμεχτής μπορεί ν' αρμέξει πάνω από εκατό γαλάρια και ο καλός, ο ικανότερες μέχρι διακόσια. Τα γαλάρια πρόβατα αρμέγονται από το Γενάρη ως τα τέλη του Θεριστή (Ιούνη) δυο φορές την ημέρα. Μετά, μια φορά, έπειτα, κάθε τρεις μέρες και κατόπιν «στείφουν», περνώντας στον μαρκάλο (είναι πια γκαστρωμένα).
Οι αντρικές δουλειές σε ένα κτηνοτροφικό κοπάδι είχαν σχέση με το φύλαγμα του κοπαδιού, το άρμεγμα, τη τυροκόμιση, τον κούρο (τουντιάρεα), το κωλοκούρεμα (σουϊλιάρι) το στόλισμα του κοπαδιού με κουδούνια και κυπριά, τη «ιατρική» φροντίδα των γιδοπροβάτων, αλλά και την φροντίδα των μεγάλων ζώων (σαμάρωμα, πετάλωμα κλπ).
Δουλειά των αντρών ήταν και η ξυλογλυπτική τέχνη. Έκοβαν από το δάσος τα κατάλληλα μαλακά ξύλα (πυξάρι συνήθως) για να κάνουν ρόκες, σφοντύλια, αδράχτια, κλειδοπινάκια, γκλίτσες, φτσέλες, στεφάνια (κουάτιλι) κ.α. Όλα αυτά τα έφτιαχναν με αυτοσχέδια, μοναδική, προσωπική και απαράμιλλη τέχνη Το ξύλο της κρανιάς (σκληρό και εύκαμπτο), καθώς δεν έσπαζε εύκολα, χρησιμοποιούνταν για το ξύλο της γκλίτσας περισσότερο.
Οι συμφωνίες με τους εμπόρους γίνονταν από τους άντρες, όπως και η κατασκευή των μαντρών και κυρίως το γκαστροχώρισμα, το σερκοχώρισμα και γενικά η παρακολούθηση του γέννου (φιτάλιου). Κατά βάση, το κουμάντο στις εξωτερικές δουλειές της οικογένειας ήταν δουλειά των αντρών, καθώς επίσης και η εξασφάλιση σιταριού για τις ανάγκες διατροφής με την συμμετοχή τους (με δικά τους ζώα) στο αλώνισμα, την κατάλληλη εποχή.
Οι γυναίκες δεν ανακατεύονταν στις δουλειές των αντρών, απλά τους βοηθούσαν σε κάποιες δουλειές τους. Βασική τους δουλειά ήταν η παρασκευή όλων των ειδών φαγητών και ιδιαίτερα της πίτας. Μοναδική εξαίρεση αποτελούσε το ψήσιμο του αρνιού και η παρασκευή του κοκορετσιού, του σπληνάντερου κλπ., που ήταν κατεξοχήν δουλειά των αντρών. Ήταν μια διαδικασία που γινόταν μόνο από τον άντρα με μεγάλη επιμέλεια και μαστοριά, και ξεκινούσε από το σφάξιμο του ζώου μέχρι και το «λιάνισμά» του μετά το ψήσιμο.
Έργο επίσης της γυναίκας ήταν το ζύμωμα κάθε ψωμιού, το κάψιμο του φούρνου ή της «βάτρας», το φόρτωμα του «γάστρου» με κάρβουνα και ζεστή στάχτη, η προμήθεια ξύλων για κάθε είδους θέρμανση (καλύβας, σπιτιού, γάλακτος, παρασκευής φαγητών κλπ), η μεταφορά του νερού και βεβαίως η επεξεργασία των μαλλιών των προβάτων και των γιδιών (αναφορά αυτής της εργασίας θα γίνει σε άλλο κεφάλαιο περισσότερο αναλυτικά). Είναι φυσικό βέβαια ότι η προμήθεια μεγάλης ποσότητας ξύλων για την οικογένεια γινόταν από τους άντρες με την βοήθεια των αλόγων και μουλαριών, όπως και η επεξεργασία των μαλλιών, η παρασκευή των υφαντών κλπ.
Η διαδικασία του ψησίματος ήταν αρκετά επίπονη και απαιτούσε μεγάλη εμπειρία. Ξεκινούσε με το άναμμα της φωτιάς στη βάτρα (ειδικός χώρος - εστία φωτιάς) με θάμνους, κλωνάρια, ξύλα, τα οποία τελικά άφηναν κάρβουνα και στάχτη. Οι Βλάχοι, όπως είπαμε, πρώτα είχαν καλύβια και μετά έκτισαν σπίτια στα ξεκαλοκαιριά στην περιοχή του Βερμίου, όπως και σε άλλα ορεινά μέρη του τόπου μας, ενώ οι Σαρακατσάνοι είχαν μόνο καλύβια.
Το άναμμα της φωτιάς, όπως είδαμε προηγούμενα γινότανε με τα πρυοβόλια, για να γίνει όμως μεγάλη φωτιά (με κούτσουρα) υπήρχαν και άλλοι τρόποι ανάλογα με τις εποχές και τον καιρό όπως: με την «βουνιά» (ξερή κοπριά από άλογα, στα βλάχικα «μπάλικ.»)), με το «θειαφοκέρι» (θειάφι σε πολτό, βουτηγμένο σε χοντρό σκοινί σαν φιτίλι) και με το «ξιγκοκέρι» (πολλά πανιά, καλά δεμένα και ποτισμένα με πρόβειο ή γίδινο ξίγκι). Δεν βάζανε τα κούτσουρα ανάποδα. Τοποθετούσανε δηλαδή το κούτσουρο με το χοντρό μέρος προς τη φωτιά, όπως αυτό ξεκινάει από τη ρίζα. Εάν τα βάζανε ανάποδα το είχαν σαν κακό, γιατί έτσι τα τέκνα έρχονται ανάποδα και τ' αρνιά και τα κατσίκια ανάποδα. Η φωτιά με τα κούτσουρα αναβότανε με δυο τρόπους: ο ένας ήταν ο πιο συνηθισμένος (οριζόντια και ακτινωτά σε σχήμα κύκλου) και ο άλλος ο «κλέφτικος» (όρθια τα ξύλα σε κύκλο-με αυτόν τον τρόπο η φωτιά δεν σβήνει από τη βροχή). Και για τους δυο τρόπους απαιτούνταν μαστοριά όσον αφορά την τοποθέτηση των προσαναμμάτων (ψιλά ξυλαράκια, δαδί, ξεραμένα κουκουνάρια κλπ).
Η «βάτρα» ή «φωτιά» ή «γουνιά» παλιότερα βρισκότανε στο κέντρο της καλύβας όπου οι κτηνοτρόφοι κατοικούσαν και όχι σε παρακαλύβες και καλυβούλες ή άλλους βοηθητικούς χώρους. Δεν είναι τίποτε άλλο από την αρχαία εστία (στην ελληνική αρχαιότητα η Εστία ήταν η θεά της οικιακής ζωής), δηλαδή τη φωτιά (στα βλάχικα φόκου) που υπάρχει στο κέντρο του σπιτιού (καλύβας) και κατ' επέκταση την έννοια του σπιτικού και της οικογένειας. Είναι η φωτιά που προστατεύει το σπίτι, τον άνθρωπο και είναι ένα μέρος άγιο και ιερό. Η αρχαία εστία βρισκότανε στο κέντρο όλων σχεδόν των προϊστορικών κατοικιών και αυτό το συναντούμε στους σημερινούς κτηνοτρόφους με τις παραδοσιακές καλύβες. Έχει κυκλικό σχήμα, όπως ακριβώς το κυκλικό καλύβι, και η κυκλική μάζωξη των ανθρώπων γύρω από αυτή για να ζεσταθούν. Κοντά στη βάτρα ζούσε και προστατευότανε η οικογένεια τις κρύες του χειμώνα. Βέβαια το καλοκαίρι δεν ανάβανε φωτιά μέσα στην καλύβα και στήνανε τη βάτρα έξω στο ύπαιθρο για το μαγείρεμα.
Η «γάστρα» είναι ένα μεταλλικό ή πήλινο μαγειρικό σκεύος, το οποίο αφού θερμανθεί κατάλληλα, τοποθετείται επάνω από το ταψί με το φαγητό, συμβάλλοντας στο ψήσιμό του από την επάνω πλευρά. Αυτή θερμαίνεται και κοκκινίζει στη βάτρα, όπως επίσης υπερθερμαίνεται και η πλάκα, που αποτελεί το δάπεδο της βάτρας. Έτσι, εάν ήθελαν να ψήσουν ψωμί (3-4 καρβέλια) το έβαζαν στο καυτό και καθαρισμένο δάπεδο-πλάκα της βάτρας, φόρτωναν την εξωτερική κυκλική όψη της γάστρας με τα αναμμένα κάρβουνα και την στάχτη και το σκέπαζαν με τη γάστρα. Η νοικοκυρά, βέβαια, έλεγχε την πορεία του ψησίματος, σηκώνοντας τη γάστρα από τη λαβή της και ανάλογα πρόσθετε ή αφαιρούσε στάχτη ή κάρβουνο. Στην ουσία η γάστρα είναι ένας μικρός κινητός φούρνος.
Μερικά φαγητά, όπως πίτες, φαγητά ταψιού κλπ, τα οποία δεν μπορούσαν να τα εναποθέσουν στο δάπεδο της βάτρας, τα έβαζαν επάνω στην «πυροστιά» (ένα μεταλλικό σιδερένιο σκεύος σε σχήμα ισόπλευρου τριγώνου με τρία πόδια) και από επάνω έβαζαν τη γάστρα.
Ασφαλώς υπήρχε και το «ψησταριό όπου έψηναν τα σφαχτά. Πρόκειται για τη γνωστή μας σούβλα με τα ψημένα αρνιά και κατσίκια. Βέβαια ο καλύτερος τρόπος ψησίματος ήταν μέσα σε λάκκο που έσκαβαν για την προφύλαξη από τον αέρα. Τέτοιοι λάκκοι (χαντάκια) βρέθηκαν και στην αρχαία Ελλάδα. Άλλωστε την ίδια ψησταριά συνήθιζαν οι αρματωλοί και κλέφτες του 21.
Οι Σαρακατσάνοι παλιότερα δεν είχαν φούρνο στα κονάκια τους. Έψηναν το ψωμί στη γάστρα. Το τελευταίο καιρό άρχισαν και αυτοί να κτίζουν φούρνους. Στις στάνες τους. Οι Βλάχοι, όπως είπαμε, είχαν δικά τους σπίτια και ήταν φυσικό να κτίσουν και τον δικό τους φούρνο (ξεχωριστό κτίσμα). Στον φούρνο (τσιράπ) βέβαια, τον οποίο οι ίδιοι κτηνοτρόφοι κατασκεύαζαν, έψηναν περισσότερα ψωμιά και φαγητά. Απαραίτητο ήταν ασφαλώς πρώτα το «κάψιμο» του φούρνου με ξύλα, κλαδιά και χόρτα. Όταν έπαιρνε η εσωτερική κοίλη του φούρνου ένα ρόδινο χρώμα, η νοικοκυρά καταλάβαινε ότι ο φούρνος «κάηκε». Τότε σκούπιζε το εσωτερικό του δάπεδο με μια βρεγμένη πατσαβούρα δεμένη στην άκρη ενός μεγαλούτσικου ξύλου και με μια ξύλινη «σπάτουλα» έβαζε το ψωμί ή τα ταψιά στο δάπεδο του φούρνου και μετά τον έκλεινε με μια σιδερένια πορτούλα. Τα καρβέλια με το ψωμί μεταφέρονταν στην «πινακωτή», η οποία ήταν ένα ξύλινο σκεύος με 4-5 θήκες, που στη καθεμιά τοποθετούνταν κι ένα ωμό καρβέλι (πλαστό) Ακόμα και στα χειμαδιά, στη Βέροια, στη Νάουσα κλπ, οι βλάχες νοικοκυρές έψηναν τα φαγητά τους στον σπιτικό φούρνο και στη βάτρα. Αργότερα, βέβαια, ήρθαν οι γνωστές ξυλόσομπες για το ψήσιμο των φαγητών.
Όπως είπαμε, στη στρούγκα αρμέγονταν συνήθως τα γαλάρια των οποίων έχουν πουληθεί τα αρνιά και τα κατσίκια, αλλά και τα γαλάρια που έχουν αποκόψει εντελώς από το «βύζαιμα» (για αυτή την σταδιακή αποκοπή βέβαια ο κτηνοτρόφος χρησιμοποιεί διάφορες τεχνικές). Οι γίδες στην αρχή είναι δύσκολες στο άρμεγμα (κλωτσάνε), μετά όμως, όταν μεγαλώσουν, στέκονται καλύτερα από τις προβατίνες.
Το άρμεγμα είναι δύσκολη δουλειά, χρειάζεται τεχνική και γερά χέρια. Ο κάθε αρμεχτής μπορεί ν' αρμέξει πάνω από εκατό γαλάρια και ο καλός, ο ικανότερες μέχρι διακόσια. Τα γαλάρια πρόβατα αρμέγονται από το Γενάρη ως τα τέλη του Θεριστή (Ιούνη) δυο φορές την ημέρα. Μετά, μια φορά, έπειτα, κάθε τρεις μέρες και κατόπιν «στείφουν», περνώντας στον μαρκάλο (είναι πια γκαστρωμένα).
Οι αντρικές δουλειές σε ένα κτηνοτροφικό κοπάδι είχαν σχέση με το φύλαγμα του κοπαδιού, το άρμεγμα, τη τυροκόμιση, τον κούρο (τουντιάρεα), το κωλοκούρεμα (σουϊλιάρι) το στόλισμα του κοπαδιού με κουδούνια και κυπριά, τη «ιατρική» φροντίδα των γιδοπροβάτων, αλλά και την φροντίδα των μεγάλων ζώων (σαμάρωμα, πετάλωμα κλπ).
Δουλειά των αντρών ήταν και η ξυλογλυπτική τέχνη. Έκοβαν από το δάσος τα κατάλληλα μαλακά ξύλα (πυξάρι συνήθως) για να κάνουν ρόκες, σφοντύλια, αδράχτια, κλειδοπινάκια, γκλίτσες, φτσέλες, στεφάνια (κουάτιλι) κ.α. Όλα αυτά τα έφτιαχναν με αυτοσχέδια, μοναδική, προσωπική και απαράμιλλη τέχνη Το ξύλο της κρανιάς (σκληρό και εύκαμπτο), καθώς δεν έσπαζε εύκολα, χρησιμοποιούνταν για το ξύλο της γκλίτσας περισσότερο.
Οι συμφωνίες με τους εμπόρους γίνονταν από τους άντρες, όπως και η κατασκευή των μαντρών και κυρίως το γκαστροχώρισμα, το σερκοχώρισμα και γενικά η παρακολούθηση του γέννου (φιτάλιου). Κατά βάση, το κουμάντο στις εξωτερικές δουλειές της οικογένειας ήταν δουλειά των αντρών, καθώς επίσης και η εξασφάλιση σιταριού για τις ανάγκες διατροφής με την συμμετοχή τους (με δικά τους ζώα) στο αλώνισμα, την κατάλληλη εποχή.
Οι γυναίκες δεν ανακατεύονταν στις δουλειές των αντρών, απλά τους βοηθούσαν σε κάποιες δουλειές τους. Βασική τους δουλειά ήταν η παρασκευή όλων των ειδών φαγητών και ιδιαίτερα της πίτας. Μοναδική εξαίρεση αποτελούσε το ψήσιμο του αρνιού και η παρασκευή του κοκορετσιού, του σπληνάντερου κλπ., που ήταν κατεξοχήν δουλειά των αντρών. Ήταν μια διαδικασία που γινόταν μόνο από τον άντρα με μεγάλη επιμέλεια και μαστοριά, και ξεκινούσε από το σφάξιμο του ζώου μέχρι και το «λιάνισμά» του μετά το ψήσιμο.
Έργο επίσης της γυναίκας ήταν το ζύμωμα κάθε ψωμιού, το κάψιμο του φούρνου ή της «βάτρας», το φόρτωμα του «γάστρου» με κάρβουνα και ζεστή στάχτη, η προμήθεια ξύλων για κάθε είδους θέρμανση (καλύβας, σπιτιού, γάλακτος, παρασκευής φαγητών κλπ), η μεταφορά του νερού και βεβαίως η επεξεργασία των μαλλιών των προβάτων και των γιδιών (αναφορά αυτής της εργασίας θα γίνει σε άλλο κεφάλαιο περισσότερο αναλυτικά). Είναι φυσικό βέβαια ότι η προμήθεια μεγάλης ποσότητας ξύλων για την οικογένεια γινόταν από τους άντρες με την βοήθεια των αλόγων και μουλαριών, όπως και η επεξεργασία των μαλλιών, η παρασκευή των υφαντών κλπ.
Η διαδικασία του ψησίματος ήταν αρκετά επίπονη και απαιτούσε μεγάλη εμπειρία. Ξεκινούσε με το άναμμα της φωτιάς στη βάτρα (ειδικός χώρος - εστία φωτιάς) με θάμνους, κλωνάρια, ξύλα, τα οποία τελικά άφηναν κάρβουνα και στάχτη. Οι Βλάχοι, όπως είπαμε, πρώτα είχαν καλύβια και μετά έκτισαν σπίτια στα ξεκαλοκαιριά στην περιοχή του Βερμίου, όπως και σε άλλα ορεινά μέρη του τόπου μας, ενώ οι Σαρακατσάνοι είχαν μόνο καλύβια.
Το άναμμα της φωτιάς, όπως είδαμε προηγούμενα γινότανε με τα πρυοβόλια, για να γίνει όμως μεγάλη φωτιά (με κούτσουρα) υπήρχαν και άλλοι τρόποι ανάλογα με τις εποχές και τον καιρό όπως: με την «βουνιά» (ξερή κοπριά από άλογα, στα βλάχικα «μπάλικ.»)), με το «θειαφοκέρι» (θειάφι σε πολτό, βουτηγμένο σε χοντρό σκοινί σαν φιτίλι) και με το «ξιγκοκέρι» (πολλά πανιά, καλά δεμένα και ποτισμένα με πρόβειο ή γίδινο ξίγκι). Δεν βάζανε τα κούτσουρα ανάποδα. Τοποθετούσανε δηλαδή το κούτσουρο με το χοντρό μέρος προς τη φωτιά, όπως αυτό ξεκινάει από τη ρίζα. Εάν τα βάζανε ανάποδα το είχαν σαν κακό, γιατί έτσι τα τέκνα έρχονται ανάποδα και τ' αρνιά και τα κατσίκια ανάποδα. Η φωτιά με τα κούτσουρα αναβότανε με δυο τρόπους: ο ένας ήταν ο πιο συνηθισμένος (οριζόντια και ακτινωτά σε σχήμα κύκλου) και ο άλλος ο «κλέφτικος» (όρθια τα ξύλα σε κύκλο-με αυτόν τον τρόπο η φωτιά δεν σβήνει από τη βροχή). Και για τους δυο τρόπους απαιτούνταν μαστοριά όσον αφορά την τοποθέτηση των προσαναμμάτων (ψιλά ξυλαράκια, δαδί, ξεραμένα κουκουνάρια κλπ).
Η «βάτρα» ή «φωτιά» ή «γουνιά» παλιότερα βρισκότανε στο κέντρο της καλύβας όπου οι κτηνοτρόφοι κατοικούσαν και όχι σε παρακαλύβες και καλυβούλες ή άλλους βοηθητικούς χώρους. Δεν είναι τίποτε άλλο από την αρχαία εστία (στην ελληνική αρχαιότητα η Εστία ήταν η θεά της οικιακής ζωής), δηλαδή τη φωτιά (στα βλάχικα φόκου) που υπάρχει στο κέντρο του σπιτιού (καλύβας) και κατ' επέκταση την έννοια του σπιτικού και της οικογένειας. Είναι η φωτιά που προστατεύει το σπίτι, τον άνθρωπο και είναι ένα μέρος άγιο και ιερό. Η αρχαία εστία βρισκότανε στο κέντρο όλων σχεδόν των προϊστορικών κατοικιών και αυτό το συναντούμε στους σημερινούς κτηνοτρόφους με τις παραδοσιακές καλύβες. Έχει κυκλικό σχήμα, όπως ακριβώς το κυκλικό καλύβι, και η κυκλική μάζωξη των ανθρώπων γύρω από αυτή για να ζεσταθούν. Κοντά στη βάτρα ζούσε και προστατευότανε η οικογένεια τις κρύες του χειμώνα. Βέβαια το καλοκαίρι δεν ανάβανε φωτιά μέσα στην καλύβα και στήνανε τη βάτρα έξω στο ύπαιθρο για το μαγείρεμα.
Η «γάστρα» είναι ένα μεταλλικό ή πήλινο μαγειρικό σκεύος, το οποίο αφού θερμανθεί κατάλληλα, τοποθετείται επάνω από το ταψί με το φαγητό, συμβάλλοντας στο ψήσιμό του από την επάνω πλευρά. Αυτή θερμαίνεται και κοκκινίζει στη βάτρα, όπως επίσης υπερθερμαίνεται και η πλάκα, που αποτελεί το δάπεδο της βάτρας. Έτσι, εάν ήθελαν να ψήσουν ψωμί (3-4 καρβέλια) το έβαζαν στο καυτό και καθαρισμένο δάπεδο-πλάκα της βάτρας, φόρτωναν την εξωτερική κυκλική όψη της γάστρας με τα αναμμένα κάρβουνα και την στάχτη και το σκέπαζαν με τη γάστρα. Η νοικοκυρά, βέβαια, έλεγχε την πορεία του ψησίματος, σηκώνοντας τη γάστρα από τη λαβή της και ανάλογα πρόσθετε ή αφαιρούσε στάχτη ή κάρβουνο. Στην ουσία η γάστρα είναι ένας μικρός κινητός φούρνος.
Μερικά φαγητά, όπως πίτες, φαγητά ταψιού κλπ, τα οποία δεν μπορούσαν να τα εναποθέσουν στο δάπεδο της βάτρας, τα έβαζαν επάνω στην «πυροστιά» (ένα μεταλλικό σιδερένιο σκεύος σε σχήμα ισόπλευρου τριγώνου με τρία πόδια) και από επάνω έβαζαν τη γάστρα.
Ασφαλώς υπήρχε και το «ψησταριό όπου έψηναν τα σφαχτά. Πρόκειται για τη γνωστή μας σούβλα με τα ψημένα αρνιά και κατσίκια. Βέβαια ο καλύτερος τρόπος ψησίματος ήταν μέσα σε λάκκο που έσκαβαν για την προφύλαξη από τον αέρα. Τέτοιοι λάκκοι (χαντάκια) βρέθηκαν και στην αρχαία Ελλάδα. Άλλωστε την ίδια ψησταριά συνήθιζαν οι αρματωλοί και κλέφτες του 21.
Οι Σαρακατσάνοι παλιότερα δεν είχαν φούρνο στα κονάκια τους. Έψηναν το ψωμί στη γάστρα. Το τελευταίο καιρό άρχισαν και αυτοί να κτίζουν φούρνους. Στις στάνες τους. Οι Βλάχοι, όπως είπαμε, είχαν δικά τους σπίτια και ήταν φυσικό να κτίσουν και τον δικό τους φούρνο (ξεχωριστό κτίσμα). Στον φούρνο (τσιράπ) βέβαια, τον οποίο οι ίδιοι κτηνοτρόφοι κατασκεύαζαν, έψηναν περισσότερα ψωμιά και φαγητά. Απαραίτητο ήταν ασφαλώς πρώτα το «κάψιμο» του φούρνου με ξύλα, κλαδιά και χόρτα. Όταν έπαιρνε η εσωτερική κοίλη του φούρνου ένα ρόδινο χρώμα, η νοικοκυρά καταλάβαινε ότι ο φούρνος «κάηκε». Τότε σκούπιζε το εσωτερικό του δάπεδο με μια βρεγμένη πατσαβούρα δεμένη στην άκρη ενός μεγαλούτσικου ξύλου και με μια ξύλινη «σπάτουλα» έβαζε το ψωμί ή τα ταψιά στο δάπεδο του φούρνου και μετά τον έκλεινε με μια σιδερένια πορτούλα. Τα καρβέλια με το ψωμί μεταφέρονταν στην «πινακωτή», η οποία ήταν ένα ξύλινο σκεύος με 4-5 θήκες, που στη καθεμιά τοποθετούνταν κι ένα ωμό καρβέλι (πλαστό) Ακόμα και στα χειμαδιά, στη Βέροια, στη Νάουσα κλπ, οι βλάχες νοικοκυρές έψηναν τα φαγητά τους στον σπιτικό φούρνο και στη βάτρα. Αργότερα, βέβαια, ήρθαν οι γνωστές ξυλόσομπες για το ψήσιμο των φαγητών.
Ιωάννης Τσιαμήτρος
Εκπαιδευτικός – Χοροδιδάσκαλος
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «ΗΜΕΡΗΣΙΑ» της Βέροιας
Εκπαιδευτικός – Χοροδιδάσκαλος
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «ΗΜΕΡΗΣΙΑ» της Βέροιας
Πηγή: vlahoi.net
Σάββατο 28 Νοεμβρίου 2015
Παράταση μέχρι 16 Δεκεμβρίου στις εισφορές ΟΓΑ
Παρατείνεται μέχρι την Τετάρτη 16 Δεκεμβρίου η προθεσμία πληρωμής των ασφαλιστικών εισφορών του α΄ εξαμήνου 2015 στον ΟΓΑ, μετά τις αντιδράσεις που προκάλεσε στον αγροτικό κόσμο και αφού προηγήθηκαν οι δηλώσεις του υπουργού Βαγγέλη Αποστόλου ότι υπήρχε σχετική συνεννόηση με τον πρόεδρο του ΟΓΑ προς αυτή την κατεύθυνση.
Περίπου 350.000 ασφαλισμένοι που υπάγονται στην 3η κατηγορία, από 425,58 ευρώ το εξάμηνο θα πρέπει να δώσουν 477,06 ευρώ.
Αντίστοιχη παράταση ισχύει, σύμφωνα με την ανακοίνωση του οργανισμού και για τις τριμηνιαίες - εξαμηνιαίες δόσεις των παλαιών ρυθμίσεων με ειδοποιητήρια που λήγουν στις 30-11-2015.
Οι ασφαλισμένοι θα μπορούν να πληρώσουν τις εισφορές τους σε οποιοδήποτε κατάστημα Τράπεζας ή μέσω ΕΛ.ΤΑ, με τις ειδικές ειδοποιήσεις που τους έχουν αποσταλεί.
Έως την ίδια ημερομηνία 16-12-2015 παρατείνεται και η προθεσμία πληρωμής των τρεχουσών εισφορών Ά Εξαμήνου 2015 των ασφαλισμένων που έχουν ενταχθεί στις Ηλεκτρονικές Ρυθμίσεις (100 δόσεων, “Πάγια”, “Νέα Αρχή”).
Οι ασφαλισμένοι αυτοί θα πρέπει απαραίτητα να πληρώσουν έως και τη Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2015 τη δόση μηνός Νοεμβρίου 2015 και τυχόν ληξιπρόθεσμες δόσεις για να μην εκπέσουν από την ρύθμιση. Η πληρωμή των δόσεων θα γίνεται με έντυπο ΚΜΠ 639, το οποίο χορηγείται από τους Ανταποκριτές ΟΓΑ και θα φέρει ληκτική ημερομηνία πληρωμής την 30-11-2015.
Απαραίτητη προϋπόθεση για να χορηγηθεί το έντυπο με ΚΜΠ 639 από τον Ανταποκριτή ΟΓΑ είναι η εκτύπωση και η προσκόμιση στον Ανταποκριτή ΟΓΑ από τον ενδιαφερόμενο του εντύπου με ΚΜΠ 674 ή 673 ή 310 στο οποίο αποτυπώνεται το ποσό των δόσεων.
Η παράταση καταβολής των ασφαλιστικών εισφορών δεν αφορά τους ασφαλισμένους οι οποίοι υπέβαλαν ηλεκτρονική αίτηση να ενταχθούν στην «Πάγια Ρύθμιση» μέσα στον μήνα Νοέμβρη, για το λόγο ότι έχουν υποχρέωση εντός επταημέρου από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης να πληρώσουν τη δόση μηνός Νοεμβρίου 2015 και την τρέχουσα εισφορά Ά Εξαμήνου 2015, η οποία συνεισπράττεται με τη δόση Νοεμβρίου.
Σε διαφορετική περίπτωση δεν θα ενταχθούν στην ρύθμιση.
Στους γεννηθέντες το έτος 1949 που πρόκειται να συνταξιοδοτηθούν το έτος 2016 θα αποσταλούν το πρώτο δεκαήμερο του μηνός Δεκεμβρίου τα ειδοποιητήρια καταβολής εισφοράς Β΄ εξαμήνου 2015.
Ο ασφαλισμένοι που επιθυμούν να υποβάλουν εγκαίρως αίτηση για σύνταξη γήρατος θα πρέπει να εξοφλήσουν τις εισφορές του β΄ Εξαμήνου 2015 μέχρι την 31 Δεκεμβρίου 2015.
Σε συνεννόηση προς παράταση
Ότι θα υπάρξει παράταση στην προθεσμία πληρωμής των εισφορών στον ΟΓΑ από τους αγρότες, αλλά και άμεση πληρωμή των αγροτικών ενισχύσεων, ανακοίνωσε ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης, Βαγγέλης Αποστόλου, μιλώντας στην Επιτροπή Παραγωγής και Εμπορίου της Βουλής επί του νομοσχεδίου για τις βοσκήσιμες γαίες, το μεσημέρι της Πέμπτης.
«Είχα μια συνεννόηση χθες με τον Πρόεδρο του ΟΓΑ, θα δοθεί σχετική παράταση και βεβαίως λαμβάνοντας υπόψη ότι τις προσεχείς άμεσα θα έλεγα ημέρες θα υπάρχει καταβολή των ενισχύσεων, οπότε θα δοθεί η δυνατότητα για να τακτοποιηθούν αυτές οι οφειλές», δήλωσε ο Βαγγέλης Αποστόλου, κι ενώ πύκνωσαν τις προηγούμενες ημέρες οι αντιδράσεις εκ μέρους των αγροτών και των φορέων τους, αλλά και διαρροές βουλευτών ότι το ζήτημα θα λυθεί.
Η προθεσμία για την πληρωμή από τους αγρότες των ασφαλιστικών εισφορών τους προς τον ΟΓΑ λήγει την 30η Νοεμβρίου, ενώ από τα λεγόμενα Αποστόλου, δεν διευκρινίζεται για πόσο χρονικό διάστημα, θα ισχύσει η παράταση.
Ο ΟΓΑ πάντως με ανακοίνωσή του προ ημερών γνωστοποίησε ότι μέχρι τις 30 Νοεμβρίου πρέπει να καταβάλλουν τις ασφαλιστικές εισφορές α’ εξαμήνου οι αυτοτελώς απασχολούμενοι ασφαλισμένοι του ΟΓΑ και οι εργάτες γης, στους οποίους η αποστολή ειδοποιήσεων άρχισε την Τρίτη 17 Νοεμβρίου.
Τσιμπημένες εισφορές
Σημειωτέον ότι οι ασφαλιστικές εισφορές προβλέπονται «φουσκωμένες», κατά 50 ευρώ περίπου, εξαιτίας διάταξης νόμου που επιβάλλει ανώτερη ασφαλιστική κατηγορία, κάθε τριετία.
Με δεδομένο ότι ο σχετικός νόμος ψηφίστηκε το 2011 (ν.3986) και εφαρμόστηκε το 2012, φέτος πρέπει να γίνει πράξη η συγκεκριμένη επιλογή ανώτερης κατηγορίας ασφάλισης, άρα και να καταβληθούν υψηλότερα ασφάλιστρα.
Συγκεκριμένα, από τους περίπου 620.000 ασφαλισμένους του ΟΓΑ, υπάρχουν 400.000 οι οποίοι είχαν υπαχθεί στη 2η ασφαλιστική κατηγορία.
Από αυτούς, υπολογίζεται ότι 350.000 ασφαλισμένοι υπάγονται αυτόματα στην 3η κατηγορία. Αυτό σημαίνει ότι, ενώ έως τώρα κατέβαλλαν 425,58 ευρώ το εξάμηνο, στο εξής θα πρέπει να καταβάλλουν 477,06 ευρώ.
Άρα θα υποστούν μια αύξηση 51,48 ευρώ ή 12%. Το χειρότερο είναι ότι τις τσουχτερές ασφαλιστικές εισφορές, οι αγρότες θα πρέπει να τις καταβάλλουν το αργότερο έως το τέλος του τρέχοντος μήνα.
Εάν υπάρξουν οφειλές μεγαλύτερες των 5.000 ευρώ, που δεν θα καταβληθούν εμπρόθεσμα στον Οργανισμό, τότε η διοίκηση του ΟΓΑ θα τις αποστείλει στο Κέντρο Είσπραξης Ασφαλιστικών Οφειλών (ΚΕΑΟ), για να τεθεί σε λειτουργία η διαδικασία λήψης αναγκαστικών μέτρων είσπραξης (πλειστηριασμοί, κατασχέσεις).
Επίσης, όσοι δεν καταβάλλουν εμπρόθεσμα τις ασφαλιστικές εισφορές τους, θα απωλέσουν την ασφαλιστική τους ικανότητα, με ότι αυτό συνεπάγεται για το βιβλιάριο υγείας που κατέχουν, αλλά και για τυχόν παροχές από την Αγροτική Εστία, που θα μπορούσαν να καρπωθούν.
Η καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών θα μπορεί να θεωρηθεί εμπρόθεσμη, εάν πραγματοποιηθεί έως τις 30 Νοεμβρίου, μέσω των ΕΛΤΑ, ή του τραπεζικού συστήματος ΔΙΑΣ ή μέσω e-banking.
Η ανακοίνωση του ΟΓΑ για την πληρωμή των εισφορών α’ εξαμήνου
Μέχρι τις 30 Νοεμβρίου πρέπει να καταβάλλουν τις ασφαλιστικές εισφορές α’ εξαμήνου οι αυτοτελώς απασχολούμενοι ασφαλισμένοι του ΟΓΑ και οι εργάτες γης, στους οποίους η αποστολή ειδοποιήσεων άρχισε την Τρίτη 17 Νοεμβρίου.
Πιο αναλυτικά, σύμφωνα με την ανακοίνωση του οργανισμού, διευκρινίζονται τα εξής:
1. Οι ασφαλισμένοι του Οργανισμού μπορούν να εξοφλήσουν τις ασφαλιστικές εισφορές τους σε όλα τα καταστήματα των ΕΛΤΑ, μέσω του Τραπεζικού Συστήματος ΔΙΑΣ και μέσω e-banking.
2. Το ποσό των ασφαλιστικών εισφορών έτους 2015, εμφανίζεται αυξημένο σε σχέση με το αντίστοιχο ποσό του έτους 2014, για το λόγο ότι οι ασφαλισμένοι μετατάχθηκαν υποχρεωτικά σε ανώτερη ασφαλιστική κατηγορία, σύμφωνα με τις διατάξεις άρθρου 44 του Ν.3986/2011.
3. Ειδοποίηση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών θα λάβουν και οι ασφαλισμένοι, οι οποίοι επί δέκα και πλέον έτη δεν έχουν καταβάλει τις ασφαλιστικές τους εισφορές.
4. Οι ασφαλισμένοι που έχουν υπαχθεί στην παλιά ρύθμιση με τριμηνιαία καταβολή δόσεων, θα λάβουν τρεις διαφορετικές ειδοποιήσεις. Οι δύο αφορούν στις τριμηνιαίες δόσεις (Α και Β τρίμηνο 2015) και η τρίτη στην τρέχουσα εισφορά του Α΄ εξαμήνου 2015, με ληκτική ημερομηνία πληρωμής την 30/11/2015.
5. Οι ασφαλισμένοι που έχουν υπαχθεί στις ηλεκτρονικές ρυθμίσεις (100 δόσεις, "Νέα Αρχή" και "Πάγια") δεν θα λάβουν ειδοποίηση καταβολής τρέχουσας ασφαλιστικής εισφοράς Α΄ εξαμήνου 2015. Η καταβολή της τρέχουσας εισφοράς Ά Εξαμήνου 2015, θα γίνει ταυτόχρονα με τη πληρωμή της δόσης του μηνός Νοεμβρίου 2015 μέσω της Τράπεζας Πειραιώς. Για το σκοπό αυτό, οι ασφαλισμένοι θα πρέπει να εκτυπώσουν το έντυπο πληρωμής από την σχετική διαδικτυακή εφαρμογή (www.oga.gr/Ηλεκτρονικές Υπηρεσίες/Υπηρεσίες προς το κοινό/Εκτύπωση εντύπων ρυθμίσεων).
6. Οφειλές άνω των 5.000 ευρώ που δεν εξοφληθούν εμπρόθεσμα θα σταλούν στο Κ.Ε.Α.Ο.
Ο ΟΓΑ επισημαίνει ότι οι ειδοποιήσεις καταβολής ασφαλιστικών εισφορών των εργοδοτών-επιχειρήσεων του ν. 3232/2004 δεν αποστέλλονται πλέον ταχυδρομικά, αλλά εκτυπώνονται μέσα από την Ιστοσελίδα του ΟΓΑ (www.oga.gr/Ηλεκτρονική εκτύπωση ειδοποιήσεων εργοδοτών). Η καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών των εργοδοτών πραγματοποιείται υποχρεωτικά μέσω Τραπεζικού Συστήματος ΔΙΑΣ και e-banking.
Η δυνατότητα εξόφλησης των εισφορών με το έντυπο ΚΜΠ 640 δεν υφίσταται πλέον.
Οι ασφαλισμένοι παρακαλούνται να καταβάλουν εμπρόθεσμα τις ασφαλιστικές τους εισφορές.
Η μη εμπρόθεσμη καταβολή έχει σαν συνέπεια την απώλεια της ασφαλιστικής ικανότητας (βιβλιάριο υγείας, παροχές λογαριασμού Αγροτικής Εστίας) και την επιβάρυνσή τους με ετήσιο επιτόκιο του ν.4152/2013.
Πηγή: agronews.gr
Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2015
Ως Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου η προκαταβολή του τσεκ
Με αυξημένη προκαταβολή που μπορεί να φθάσει ακόμα και στο 90% της βασικής ενίσχυσης ή αλλιώς το 45-47% της ενιαίας, δηλαδή του τσεκ, προχωράει η διαδικασία διευθέτησης των τελευταίων λεπτομερειών που θα καταστήσει δυνατή την πίστωση των λογαριασμών των δικαιούχων από την Τράπεζα Πειραιώς.
Τα προσωρινά δικαιώματα ενδέχεται να προκαλέσουν σοκ σε χιλιάδες αγρότες, που θα δουν άλλα ποσά από ότι περιμένουν, βάσει ΚΑΠ.
Σημειωτέον ότι και ο ΟΠΕΚΕΠΕ φαίνεται να το επιβεβαιώνει, καθώς μέσα στις δύο πρώτες εβδομάδες του Δεκέμβρη, «βλέπει» ο οργανισμός ως το πλέον πιθανό χρονικό όριο, στο οποίο θα είναι εφικτή η προκαταβολή της ενιαίας ενίσχυσης του 2015 και πιθανότητα το ύψος της θα υπερβεί το 70% της συνολικής δικαιούμενης επιχορήγησης.
Την εκτίμηση αυτή διατύπωσε ο αντιπρόεδρος του ΟΠΕΚΕΠΕ, Γιάννης Καργιώτης, ο οποίος μίλησε στο Agronews στο περιθώριο του 21ουσυνεδρίου του MARS (Monitoring Agricultural Research System), που πραγματοποιείται στη Θεσσαλονίκη το διήμερο 24-25 Νοεμβρίου, με τη συμμετοχών στελεχών των αντίστοιχων οργανισμών πληρωμών των χωρών της Ε.Ε.
«Για τη βασική ενίσχυση νομίζω ότι επικεντρωνόμαστε μέσα στις δύο πρώτες εβδομάδες του Δεκέμβρη. Ο προσανατολισμός από ό,τι ξέρω -διότι είναι απόφαση του υπουργείου το πότε ακριβώς θα γίνει και με τί όρους- είναι να καταβληθεί πολύ περισσότερο του 50% της δικαιούμενης επιχορήγησης και μπορεί να φτάσει ίσως και παραπάνω από το 70%» τόνισε χαρακτηριστικά ο κ. Καργιώτης, αποφεύγοντας, ωστόσο, να ρισκάρει ακριβή πρόβλεψη του χρόνου υλοποίησης και του ποσοστού της πληρωμής, «για να μην πέσω έξω λίγες ημέρες».
Την περίοδο που διανύουμε, σύμφωνα με το ανώτατο διοικητικό στέλεχος του ΟΠΕΚΕΠΕ, διεξάγονται οι δοκιμές και οι επαληθεύσεις των δεδομένων, που έχουν τοποθετηθεί στο σύστημα, «γιατί δεν θέλουμε να βγάλουμε αποτελέσματα τα οποία θα μας οδηγήσουν σε πιθανώς πρόστιμα και επιστροφές ή σε αχρεωστήτως καταβληθέντα», ταυτόχρονα με την κατανομή των δικαιωμάτων, της περιόδου 2015-20, που θα δοθούν φέτος στους αγρότες και θα ισχύουν για τα επόμενα πέντε χρόνια.
Στους περισσότερους ελέγχους χρησιμοποιήθηκε τηλεανίχνευση, ενώ σε όσες περιπτώσεις αυτό δεν ήταν εφικτό έγιναν γρήγορες επιτόπιες επισκέψεις.
Καταλήγοντας ο κ. Παναγόπουλος είπε ότι «πρέπει να διενεργήσουμε κι άλλους επιτόπιους ελέγχους κλασσικού τύπου, σε καλλιέργειες που δεν μπορούν να διαφοροποιηθούν μέσω τηλεανίχνευσης», και έφερε ως παράδειγμα αιτήματα που αφορούσαν περισσότερες από δύο διαφορετικές χειμερινές καλλιέργειες όπως σιτηρά, «για να ελέγξουμε δηλαδή μέσω των υπολειμμάτων των καλλιεργειών, αν όντως καλλιεργήθηκαν οι δηλούμενες χειμερινές αυτές καλλιέργειες».
Πληρωμές χωρίς το πρασίνισμα
Οι τελευταίες πληροφορίες θέλουν τις αρμόδιες αρχές να προσεγγίζουν με απλουστεύσεις τη σχετική διαδικασία, προκειμένου να προχωρήσει το πρώτο κύμα πληρωμών και να αναλαμβάνουν μεγάλο φορτίο για την κάλυψη των αδυναμιών στη συνέχεια. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι οι πληρωμές θα γίνουν χωρίς να υπολογισθεί το λεγόμενο «πρασίνισμα», η επιβεβαίωση του οποίου προϋποθέτει μια σειρά από ταυτοποιήσεις, τις οποίες είναι αδύνατο να υποστηρίξει το αδύναμο μηχανογραφικό σύστημα, με το οποίο δουλεύει ο ΟΠΕΚΕΠΕ και το οποίο αποτελεί τη βασική αιτία των μεγάλων καθυστερήσεων και άλλες εκκρεμείς πληρωμές όπως π.χ. τα βιολογικά, η απονιτροποίηση και οι εξισωτικές αποζημιώσεις.
Οι τελευταίες πληροφορίες θέλουν το ποσό που θα πιστωθεί με τη μορφή προκαταβολών να προσεγγίζει τα 900 εκατ. ευρώ, με την προϋπόθεση βέβαια ότι αρχές της εβδομάδος θα είναι δυνατή η ανάρτηση των καταλόγων με τα νέα δικαιώματα ενιαίας ενίσχυσης. Είναι πολύ πιθανό η δημοσιοποίηση των στοιχείων να προκαλέσει πραγματικό σοκ για χιλιάδες αγρότες, που άλλα περιμένουν και άλλα θα δουν τα μάτια τους, με βάση τους κανόνες της νέας ΚΑΠ και τη επεξεργασία των στοιχείων από τον ΟΠΕΚΕΠΕ.
Πηγή: agronews.gr
Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2015
Τα Όσπρια.
Τα όσπρια στην Ελλάδα λόγω της μεγάλης περιεκτικότητας τους σε πρωτεΐνες, σαν οι τροφές εκείνες που κάλυπταν τις ανάγκες του ελληνικού πληθυσμού σε πρωτείνες. Η φασολάδα, θεωρείται ακόμη και σήμερα σαν εθνικό φαγητό. Με την άνοδο όμως του βιοτικού επιπέδου στην χώρα μας και την αντικατάσταση των οσπρίων από το κρέας στην κάλυψη των αναγκών του ανθρώπου σε πρωτείνες, τα όσπρια αν και αποτελούν το συνώνυμο της υγιεινής διατροφής, άρχισαν να εγκαταλείπονται από το τραπέζι της ελληνικής οικογένειας και να αντικαθίστανται από το κρέας, του οποίου όμως η υπερκατανάλωση, πέραν των προβλημάτων που προκαλεί στον ανθρώπινο οργανισμό, είναι ένα προϊόν ακριβό και ελλειμματικό στην χώρα μας με αποτέλεσμα να απαιτούνται τεράστιοι πόροι για την εισαγωγή του.
Τα όσπρια σε παγκόσμιο επίπεδο καλλιεργούνται σε περιορισμένες σχετικά εκτάσεις. Οι χώρες στις οποίες καλλιεργούνται κυρίως είναι οι ΗΠΑ, ο Καναδάς, η Τουρκία κ.α.
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση τα όσπρια καλλιεργούνται σε ασήµαντες εκτάσεις αν λάβουμε υπόψη μας την σπουδαιότητα τους και τα πλεονεκτήµατα τους, ενώ η γενική τάση δείχνει μία συνεχή μείωση της καλλιέργειας τους.
Η ίδια τάση επικρατεί και στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, με αποτέλεσμα η παραγωγή τους στην χώρα μας συνεχώς να μειώνεται.
Οι κυριότεροι λόγοι της μείωσης των καλλιεργούμενων εκτάσεων με όσπρια είναι ότι:
- Ο προσανατολισμός της ΚΑΠ για επιδοτούμενες καλλιέργειες οδήγησε, πολλούς αγρότες στο να στραφούν στην καλλιέργεια των σιτηρών και του βαμβακιού,
- τις έλλειψης επιδοτήσεων στην καλλιέργεια των οσπρίων,
- αλλά και του ανταγωνισμού της ελληνικής παραγωγής οσπρίων από τα εισαγόμενα σε χαμηλές τιμές αλλά και συνήθως χαμηλότερης ποιότητας σε σχέση με τα ελληνικά όσπρια.
- Η ανυπαρξία τυποποίησης και αξιόπιστου συστήματος εμπορίας
- Υπάρχει σε μεγάλη κλίμακα το φαινόμενο της «ελληνοποίησης» εισαγόμενων ποσοτήτων οσπρίων.
Η χώρα μας καλύπτει το 60% περίπου των ετήσιων αναγκών της σε όσπρια με εισαγόμενα προϊόντα, κυρίως από την Τουρκία, αλλά και χώρες όπως είναι, οι ΗΠΑ, η Κίνα, το Μεξικό, η Αίγυπτος, η Μαδαγασκάρη και η Ινδία.
Το σύνολο της καλλιεργούμενης με όσπρια έκτασης στην Ελλάδα ανέρχεται περίπου σε 160.000- 180.000 στρέμματα. Η μέση ετήσια παραγωγή οσπρίων είναι 33.000- 35.000 τόνοι, ενώ η κατανάλωση είναι περίπου 90.000- 100.000 τόνοι. Από τα στοιχεία αυτά είναι φανερό ότι η χώρα μας είναι πολύ ελλειμματική όσον αφορά την παραγωγή των οσπρίων ενώ ταυτόχρονα η κατανάλωση τους είναι αυξημένη..
Η καλλιέργεια των φασολιών που αποτελεί και την κυριότερη καλλιέργεια οσπρίων, καλλιεργείται κυρίως στους Νοµούς Φλώρινας, Καστοριάς και Καβάλας. Τα ρεβίθια στους Νοµούς Ευβοίας, Βοιωτίας, Φθιώτιδας και Κυκλάδων. Τα κουκιά στους Νοµούς Ηρακλείου και Αρκαδίας, το λαθούρι στο Νοµό Κορινθίας και η φακή στο Νοµό Λάρισας, Λευκάδας.
Τα φασόλια είναι τα όσπρια που αποτελούν το κυριότερο είδος που καλλιεργείται περισσότερο στη χώρα μας και από τα οποία παράγεται το 73% της συνολικής ελληνικής παραγωγής οσπρίων και καταλαμβάνουν το 64% των εκτάσεων που καλλιεργούνται με όσπρια. Το 55-60% των φασολιών που καταναλώνονται στην χώρα μας εισάγονται από τις ΗΠΑ, την Αλβανία, τον Καναδά και την Αργεντινή.
Οι ποσότητες της φακής που παράγονται στην Ελλάδα είναι ελάχιστες σε σχέση με το ύψος της κατανάλωσης της, με αποτέλεσμα ένα ποσοστό μεγαλύτερο του 95% των αναγκών μας να καλύπτεται με εισαγωγές από άλλες χώρες, όπως είναι : Η Τουρκία, οι ΗΠΑ και ο Καναδάς, ενώ η Τουρκία αποτελεί την κυριότερη χώρα εισαγωγής φακής από την χώρα μας επειδή η ελληνική παραγωγή είναι μόλις 1200-2200 τόνοι.
Το 65-70% των ρεβιθιών που καταναλώνονται στην χώρα μας προέρχονται από το Μεξικό και την Τουρκία.
Στην χώρα μας παράγονται ετησίως 20.000-22.000 τόνοι φασόλια, 2700- 2900 τόνοι ρεβίθια, 1000-1300 τόνοι φακές, 3200-3400 τόνοι κουκιά, 250-320 τόνοι λαθούρια, 600- 650 τόνοι μπιζέλια και 300- 400 τόνοι λοιπά όσπρια (μαυρομάτικα φασόλια, πράσινα, κλπ).
Η χώρα μας εισάγει ετησίως περίπου 18.000- 20.000 τόνους φασόλια και εξάγει περίπου 800 τόνους, εισάγει 4.500- 5.000 τόνους ρεβίθια και εξάγει 80- 100 τόνους, εισάγει 11.000- 12.000 τόνους φακές και εξάγει γύρω στους 300 τόνους, εισάγει 2.000 τόνους μπιζέλια.
Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι ο ετήσιος τζίρος της αγοράς οσπρίων εκτιμάται σε μόλις 200 εκ. ευρώ, βάσει των στοιχείων της εγχώριας κατανάλωσης, υπάρχουν προοπτικές για ανάπτυξη του κλάδου, ο οποίος πέραν της κάλυψης της εσωτερικής κατανάλωσης, μπορεί να γίνει εξαγωγικός.
Τα κυριότερα προβλήματα που εμποδίζουν την ανάπτυξη της καλλιέργειας των οσπρίων στη χώρα μας, είναι:
- οι χαμηλές τιμές που απολαμβάνουν οι παραγωγοί, λόγω των μεγάλων εισαγωγών οσπρίων από χώρες χαμηλού κόστους,
- του φαινομένου «ελληνοποίησης» των εισαγόμενων οσπρίων.
- Επίσης η έλλειψη τυποποίησης των ελληνικών οσπρίων αποτελεί όπως και στα περισσότερα ελληνικά γεωργικά προϊόντα, τον μεγαλύτερο ανασταλτικό παράγοντα
Το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων προωθεί Ελληνικές ποικιλίες οσπρίων και κτηνοτροφικών φυτών για πρώτη φορά με στόχο τη μείωση της εξάρτησης της χώρας από τις εισαγωγές του είδους. Ο αρμόδιος Υπουργός, έχει υπογράψει μία σχετική απόφαση σχετικά με τον καθορισμό, των προωθούμενων για καλλιέργεια στη χώρα ελληνικών ποικιλιών οσπρίων και κτηνοτροφικών φυτών.
Σκοπός της απόφασης είναι ο καθορισμός των ελληνικών ποικιλιών ψυχανθών, όπως κουκιά, ρεβίθια, σόγια, μπιζέλια, μηδική κλπ, που μπορούν να χρησιμοποιηθούν προκειμένου να καλυφθούν οι ανάγκες της χώρας σε όσπρια και κτηνοτροφικά φυτά.
Η απόφαση παρέχει τη δυνατότητα:
α) παραγωγής και αξιοποίησης πιστοποιημένου σπόρου από ελληνικές εταιρείες σποροπαραγωγής και ερευνητικά ιδρύματα.
β) χρήσης αυτού του υλικού σε προγράμματα προώθησης στο πλαίσιο της νέας ΚΑΠ.
Άλλωστε, στη νέα ΚΑΠ οι παραγωγοί θα μπορούν να ωφεληθούν από την παροχή συνδεδεμένης ενίσχυσης ύψους 2% ετησίως επί του δημοσιονομικού φακέλου, επιπλέον της βασικής των 8% που ισχύει για τις υπόλοιπες περιπτώσεις συνδεδεμένης ενίσχυσης. Ακόμη δόθηκε επιστροφή του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης Πετρελαιοειδών κατά το 2012 κατά 5€, σε όσους ασχολήθηκαν με την παραγωγή σπόρων ψυχανθών.
Οι ελληνικές, βελτιωμένες, παραδοσιακές ποικιλίες είναι προσαρμοσμένες σε ευρύ φάσμα εδαφοκλιματικών συνθηκών και η καλλιέργειά τους απαιτεί λιγότερες εισροές, όπως νερό ή λιπάσματα. Επομένως, θα μειωθεί και το κόστος παραγωγής. Καλλιεργώντας παραδοσιακές ποικιλίες ψυχανθών, θα υπάρχει η δυνατότητα να αξιοποιηθούν καλύτερα ξερικά χωράφια, λιγότερο γόνιμα σε ορεινές και ημιορεινές περιοχές, αλλά και αρδευόμενα χωράφια. Επιπλέον, θα μπορούν να συμπεριληφθούν και ελληνικές ποικιλίες σε επιδοτούμενα αγροπεριβαλλοντικά προγράμματα με στόχο τη μείωση της χρήσης λιπασμάτων.
Ευνοϊκό το κλίμα
Η Ελλάδα, λόγω του κλίματός της, έχει την δυνατότητα να αυξήσει σημαντικά την παραγωγή των οσπρίων και να καλύψει την εσωτερική κατανάλωση αλλά να γίνει και εξαγωγική χώρα. Σημαντικός ευνοϊκός παράγοντας για την ανάπτυξη της καλλιέργειας των οσπρίων στην Ελλάδα είναι ότι οι αγρότες, εγκαταλείπουν ορισμένες καλλιέργειες που πλέον δεν αποδίδουν όσο παλαιότερα και στρέφονται σε νέες, πιο ανταγωνιστικές και προσοδοφόρες, μεταξύ δε αυτών είναι τα όσπρια.
Η στροφή πολλών νέων ανθρώπων στη γεωργία, δημιουργεί μία νέα κατάσταση στην ελληνική γεωργία, επειδή οι νέοι δείχνουν έντονο ενδιαφέρον για νέες καλλιέργειες με δυνατότητες, ενσωματώνοντας και εξελιγμένες πρακτικές και τεχνικές.
Είναι απαραίτητη η συνεργασία των παραγωγών με το γεωπονικό επιστημονικό προσωπικό, λόγω τη σπουδαιότητας που έχει η απαραίτητη τεχνογνωσία.
Σε ότι αφορά τα προβλήματα της αγοράς οσπρίων στην Ελλάδα, δεν υπάρχουν επαρκείς ελληνικοί σπόροι, κυρίως φακής και ρεβιθιού, αλλά επίσης λείπει το πλαίσιο υποστήριξης, κυρίως του χρηματοπιστωτικού τομέα.
Τα όσπρια έχουν μεγάλες δυνατότητες να αναπτυχθούν στη χώρα μας αν οι αγρότες εκμεταλλευτούν τις ευκαιρίες και τα συγκριτικά πλεονεκτήματα που έχουν αυτές οι καλλιέργειες.
Τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας μας για την καλλιέργεια των οσπρίων είναι:
- Υπάρχουν πολύ καλές ελληνικές ποικιλίες οσπρίων που δίνουν εκλεκτής ποιότητας όσπρια, που έχουν και μεγάλη προσαρμοστικότητα στις ελληνικές εδαφοκλιματικές συνθήκες.
- Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ελλειμματική στην παραγωγή οσπρίων, με αποτέλεσμα τα όσπρια να αποτελούν ένα προϊόν που μπορεί να εξαχθεί.
- Η οικονομική κρίση ίσως είναι η ευκαιρία να αποτελέσει την αφετηρία για την ανάπτυξη τέτοιου είδους καλλιεργειών στη χώρα μας.
- Η καλλιέργεια των βιολογικών οσπρίων είναι μία δυνατότητα που μπορεί να δώσει αυξημένο εισόδημα στους παραγωγούς, επειδή τα όσπρια αυτά δεν θα δέχονται την πίεση από τις εισαγωγές οσπρίων από γειτονικές χώρες και οι τιμές πωλήσεως είναι αυξημένες σε σχέση με τα παραγόμενα με συμβατικό τρόπο. Επίσης επιδοτείται η βιολογική καλλιέργεια των οσπρίων με 160€/στρ για τους νέους βιοκαλλιεργητές και 123€/στρ για τους παλιούς.
- Το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης έχει προγράμματα για την ανάπτυξη της καλλιέργειας των οσπρίων.
Σύμφωνα με το Μέτρο 3.8 «Διατήρηση Εκτατικών Καλλιεργειών που κινδυνεύουν από Γενετική Διάβρωση» στα πλαίσια του Γ’ ΚΠΣ, ενισχύθηκε η καλλιέργεια, διατήρηση και αναπαραγωγή επιλέξιμων τοπικών ποικιλιών οσπρίων (φακής, φασολιών, φάβας και ρόβης) με μία ενίσχυση 46€ το στρέμμα και έτος.
Στα πλαίσια του Μέτρου 2.1.4 –Γεωργοπεριβαλλοντικές ενισχύσεις του ΠΑΑ 2007-2013 του Προγράμματος Αγροτικής Ανάπτυξης (ΠΑΑ) 2007-2013 προβλέπεται να ενισχυθούν οι καλλιέργειες των φασολιών, ρεβυθιών και φακής.
Στα πλαίσια του «Προγράμματος Στήριξης των μικρών νησιών του Αιγαίου Πελάγους» ενισχύονται οι παραγωγοί φασολιών σε όλα τα νησιά του Αιγαίου και βρώσιμου λαθουριού (φάβας) στα νησιά Θήρα και Θηρασιάς με 50€ το στρέμμα.
Η καλλιέργεια των οσπρίων μπορεί να αναπτυχθεί και σαν «συµβολαιακή» με την υπογραφή συμβολαίων μεταξύ των παραγωγών και των τυποποιητών. Η συµβολαιακή γεωργία έχει τα εξής πλεονεκτήματα:
- μπορεί να εξασφαλίζει στον παραγωγό την διάθεση του προϊόντος
- του διασφαλίζει μία ικανοποιητική τιμή,
- ο καταναλωτής αγοράζει επώνυμα ποιοτικά, ελληνικά προϊόντα,
- ενώ ο τυποποιητής έχει εξασφαλισμένη ποσότητα ενώ ταυτόχρονα βγάζει στην αγορά προϊόντα ηλεγμένης ποιότητας.
Η καλλιέργεια
Τα όσπρια μπορούν να καλλιεργηθούν σαν ξερικές αλλά και σαν ποτιστικές καλλιέργειες. Τα όσπρια που μπορούν να καλλιεργηθούν σαν ξερικές είναι:
η φακή, τα ρεβίθια, τα λαθούρια και τα κουκιά.
Σαν ποτιστικά καλλιεργούνται:
τα φασόλια, οι γίγαντες και τα μαυρομάτικα φασόλια.
Το κοινό φασόλι
Ο βλαστικός κύκλος της φασολιάς ποικίλει, ανάλογα με την ποικιλία από 70-140 μέρες. Γι αυτό η σπορά του φασολιού γίνεται μετά την πάροδο των όψιμων παγετών. Καλλιεργείται σε εδάφη γόνιμα, με καλή στράγγιση, ελαφρά.
Η φασολιά εκτός από τις ψυχρές περιοχές φοβάται και τις άφθονες βροχές, ιδίως κατά τη φύτευση και την ωρίμανση. Επίσης φοβάται και την υπερβολική θερινή θερμοκρασία και ξηρασία που προκαλούν πτώση των λουλουδιών ή καρπόπτωση ή και μάρανση όλου του φυτού.
Το κοινό φασόλι είναι το πιο διαδεδομένο όσπριο στη χώρα μας. Είναι φυτό υγρόφιλο, ηλιόφιλο και θερμόφιλο. Αναπτύσσεται καλύτερα σε θερμοκρασίες 17-25ο C. Σε θερμοκρασίες κάτω από 10ο C σταματά η ανάπτυξη του και στους -1ο C, καταστρέφεται. Προσαρμόζεται σε μεγάλη ποικιλία εδαφών, αλλά αναπτύσσεται καλύτερα σε γόνιμα, ελαφρά εδάφη, με καλή στράγγιση και με ρΗ γύρω από το 6-6,5.
Τα φασόλια σπέρνονται την άνοιξη στις αρχές Απριλίου. Χρησιμοποιούνται 8 κιλά/στρ στις μικρόσπερμες, 10 κιλά στις; Μεσόσπερμες και 14 κιλά μεγαλόσπερμες ποικιλίες. Επειδή τα φασόλια ανήκουν στην οικογένεια των ψυχανθών δεσμεύουν στις ρίζες τους από τον ατμοσφαιρικό αέρα με τη βοήθεια αζωτοβακτηρίων, όμως καλό είναι να δίνεται μία ποσότητα αζωτούχου λιπάσματος ώστε να έχουμε καλή παραγωγή. Επίσης γίνεται λίπανση με φωσφόρο και κάλιο. Η σπορά γίνεται σε γραμμές που απέχουν 30-60cm και επί της γραμμής 15-25cm. τα ξηρά φασόλια συγκομίζονται όταν οι λοβοί έχουν ξεραθεί και οι σπόροι έχουν υγρασία 16-20%.
Υπάρχουν ποικιλίες στην Ελλάδα, μικρόσπερμες, μετρίου μεγέθους και μεγαλόσπερμες. Οι κυριότερες ελληνικές ποικιλίες είναι: η «Πυργετός», η «Αριδαία», η «Λήδα», η «Σεμέλη», κ.α.
Είναι ένα φυτό ετήσιο, που μπορεί να καλλιεργηθεί σε διάφορα είδη εδαφών ως βιολογική καλλιέργεια. H μέση απόδοση των ξηρών φασολιών είναι 200-250 κιλά το στρέμμα, με μία μέση τιμή τα 2,5-3 ευρώ το κιλό. Η ακαθάριστη πρόσοδος είναι 500-750 ευρώ το στρέμμα και το καθαρό εισόδημα 250-350 ευρώ το στρέμμα.
Φασόλια γίγαντες
Τα μεγαλόσπερμα φασόλια γίγαντες καλλιεργούνται σαν ξερά φασόλια σε διάφορες περιοχές αλλά κυρίως στη Δυτική Μακεδονία, (Καστοριά, Φλώρινα, Πρέσπες).
Οι γίγαντες διαφέρουν από το κοινό φασόλι μορφολογικά αλλά απαιτούν και διαφορετικές κλιματολογικές συνθήκες. Είναι φυτά αναρριχώμενα που φθάνουν σε ύψος 3 μέτρων. Είναι είδος που σταυρογονιμοποιείται και προτιμά δροσερά περιβάλλοντα. Χρησιμοποιείται κατά την σπορά 8-10 κιλά σπόρου ανά στρέμμα. Θέλουν γόνιμα και αρδευόμενα εδάφη.
Σπέρνονται σε αποστάσεις 80Χ90cm. Σε κάθε θέση τοποθετούνται 2-3 σπόροι. Είναι αναρριχόμενες ποικιλίες και απαιτούν υποστύλωση. Οι εργασίες που γίνονται είναι. Η άρδευση με την ποσότητα του νερού που είναι απαραίτητη για αυτή την ποτιστική καλλιέργεια. Η λίπανση γίνεται με αζωτούχα, φωσφορικά και καλιούχα λιπάσματα, όπως και με μία ποσότητα κοπριάς. Η συγκομιδή γίνεται το φθινόπωρο Σεπτέμβριο- Νοέμβριο. Οι αποδόσεις είναι 250-500 κιλά το στρέμμα. Οι τιμές πωλήσεως κυμαίνονται μεταξύ 3-3,5€ το κιλό.
Οι κυριότερες ποικιλίες τους είναι. Η «Ορεστιάδα» και η «Κελέτρο»
Η φακή
Η φακή αναπτύσσεται καλά σε ψυχρά περιβάλλοντα και τα νεαρά φυτά είναι ανθεκτικά στους, μη παρατεταμένους, ανοιξιάτικους παγετούς. Το φύτρωμα των σπόρων ξεκινά σε θερμοκρασία 4-6οC με άριστη θερμοκρασία 15-25οC. Είναι ανθεκτικό στις υψηλές θερμοκρασίες, αλλά θερμοκρασίες μεγαλύτερες από 30οC κατά την περίοδο της άνθησης και του γεμίσματος του λοβού ξηραίνουν τα φυτά. Η απόδοση είναι καλή όταν καλλιεργείται σε ελαφριά και καλά στραγγιζόμενα εδάφη, πλούσια σε φωσφόρο και κάλιο.
Η σπορά στη φθινοπωρινή καλλιέργεια γίνεται μέσα στον Νοέμβριο, ανάλογα με τις κλιματολογικές συνθήκες και την ποικιλία. Κατά την προετοιμασία του εδάφους συνιστάται το κυλίνδρισμα, καθώς καθιστά το έδαφος πιο επίπεδο και διευκολύνει τη μηχανική συγκομιδή. Οι απαιτήσεις σε λιπάσματα είναι μικρές εξαιτίας της συμβιωτικής σχέσης του φυτού με αζωτοβακτήρια. Συνεπώς, αζωτούχες επεμβάσεις γίνονται στα πολύ άγονα εδάφη ενώ επεμβάσεις με φωσφορούχα και καλιούχα λιπάσματα γίνονται σε περίπτωση που το έδαφος παρουσιάζει ελλείψεις σε διάφορα θρεπτικά στοιχεία. Τα σπουδαιότερα προβλήματα ασθενειών είναι η τήξη των φυταρίων, η φουζαρίωση, η ασκοχύτωση και το μωσαϊκό του μπιζελιού. Η καταπολέμηση των ζιζανίων είναι σημαντική εργασία επειδή η μη έγκαιρη καταπολέμηση τους «πνίγει» την καλλιέργεια και μειώνει την απόδοση. Η άρδευση είναι αναγκαία κατά την περίοδο της άνθησης και αργότερα όταν απαιτείται. Το φυτό ωριμάζει περίπου σε 120 μέρες. Η ωρίμανση διαρκεί μέχρι 10 μέρες και αν δεν προσέξει κανείς οι λοβοί μπορεί να καταστραφούν. Κατά το στάδιο της αποθήκευσης, ο σπόρος πρέπει να είναι καθαρός από ξένα υλικά και η υγρασία του να μην ξεπερνά το 13%.
Η φακή καλλιεργείται σαν ξερική καλλιέργεια. Οι κυριότεροι Νομοί είναι η Βοιωτία με το 35% των εκτάσεων που καλλιεργούνται με φακή στην χώρα μας, η Λάρισα (29%), η Αττική (10%) και διάφορες άλλες περιοχές (26%). Μπορεί να καλλιεργηθεί σε ποικιλία εδαφών που έχουν καλή στράγγιση. Αντέχει σε χαμηλές θερμοκρασίες μέχρι -12ο C. Αντέχει στην ξηρασία, αλλά μπορεί να υποστεί ζημιές από την ξηρασία κατά την άνθηση, όπως και από τον θερμό αέρα.
Οι ποικιλίες της φακής διακρίνονται σε δύο κατηγορίες. Τις λεπτόσπερμες και τις πλατύσπερμες. Κυριότερες ελληνικές ποικιλίες είναι η «Σάμος», η «Αθηνά», η «Δήμητρα», «Θεσσαλία», «Ικαρία» κλπ. Πολύ γνωστή φακή είναι η φακή Εγκλουβής που παραδοσιακά καλλιεργείται στην Λευκάδα.
Η φακή αναπτύσσεται ως βιολογική καλλιέργεια σχεδόν σε όλα τα είδη των εδαφών, αρκεί να έχουν καλή στράγγιση. Η μέση παραγωγή είναι 120 κιλά το στρέμμα, ενώ η τιμή κυμαίνεται γύρω στα 3 ευρώ το κιλό. Αν θεωρήσουμε ότι το κόστος καλλιέργειας είναι περίπου 110 ευρώ το στρέμμα, τότε το καθαρό κέρδος είναι περίπου 250 ευρώ το στρέμμα.
Τα κουκιά
τα κουκιά είναι φυτά που καλλιεργούνται για τους νωπούς λοβούς τους και για τα ξερά τους σπέρματα. Είναι φυτό που αντέχει σε χαμηλές θερμοκρασίες που φθάνουν ακόμη και τους -8ο C. Ιδανικές θερμοκρασίες για αυτή την καλλιέργεια είναι για την βλάστηση των σπερμάτων 4-5ο C, την άνθηση 8-10ο C και για την ωρίμανση των σπερμάτων 15-20οC. Έχει μεγάλη προσαρμοστικότητα και μπορεί να καλλιεργηθεί σε διάφορα είδη εδαφών, αρκεί βέβαια να έχουν καλή στράγγιση, ενώ μπορεί να καλλιεργηθεί σε εδάφη με μεγάλο εύρος ρΗ.
Επειδή ανήκει στα ψυχανθή, κατά την καλλιέργεια του δεν χορηγούνται αζωτούχα λιπάσματα αλλά μόνο μία ποσότητα 60-70 κιλών λιπάσματος του τύπου (0-12-6) και μία ποσότητα καλά χωνεμένης κοπριάς 1500 -2500 κιλών το στρέμμα.
Η καλλιέργεια τους γίνεται με σπορά των σπόρων απευθείας στο χωράφι κατά την περίοδο Οκτωβρίου- Νοεμβρίου με μία ποσότητα 8-10 kg το στρέμμα. Σε ψυχρές περιοχές μπορεί η σπορά να γίνει στο τέλος του χειμώνα. Οι γραμμές φυτεύσεως των φυτών απέχουν 40-50cm, ενώ επάνω σε κάθε γραμμή οι αποστάσεις των φυτών μεταξύ τους είναι 25-45cm.
Εφόσον η καλλιέργεια αυτή έχει σαν σκοπό την παραγωγή νωπών λοβών η συγκομιδή γίνεται την περίοδο Απριλίου και εφόσον συγκομίζονται για ξερά σπέρματα η συγκομιδή γίνεται τον Ιούνιο.
Οι κυριότερες ασθένειες και εχθροί της καλλιέργειας είναι η σκωρίαση, οι αφίδες, ο βρούχος, κ.α.
Υπάρχουν διάφορες ποικιλίες με μικρούς ή μεγάλους λοβούς και με μικρά ή μεγάλα σπέρματα. Γνωστές ποικιλία είναι η «Καστελόριζο»,
Η θρεπτική αξία των κουκιών είναι μεγάλη αφού είναι πλούσια σε πρωτεΐνες. Οι καρποί τους περιέχουν νερό 72%, πρωτεΐνες 8%, υδατάνθρακες 20%, φυτικές ίνες 5%, φυτικά έλαια 1%. Είναι πλούσια σε φολικό οξύ (104 mg ανα 100 γρμ), φωσφόρο, μαγγάνιο, μαγνήσιο, χαλκό, κάλιο, νάτριο, σίδηρο. Περιέχει επίσης λιπαρά οξέα ω6 152 mg/100γρ και ω3 12.0 mg/100γρ
Οι αποδόσεις κυμαίνονται από 1000 -1200κιλά σε νωπούς λοβούς 150- 350 kg το στρέμμα ξηρά σπέρματα. Μπορούν να δώσουν ένα εισόδημα 150- 350 € το στρέμμα.
Επίσης υπάρχουν και τα κτηνοτροφικά κουκιά που αποτελούν στην κτηνοτροφία σαν ζωοτροφή, επειδή έχουν υψηλή περιεκτικότητα σε πρωτείνες που φθάνει μεταξύ 26-34%. Τα κτηνοτροφικά κουκιά χρησιμοποιούνται στην πάχυνση των ζώων αλλά και στην γαλακτοπαραγωγή.
Η φάβα (λαθούρι)
Το λαθούρι είναι φυτό που αντέχει στην ξηρασία και στις υψηλές θερμοκρασίες περισσότερο από τα άλλα ψυχανθή. Επίσης αντέχει και σε θερμοκρασίες μέχρι -10ο C.
Σε περιβάλλον υγρό και δροσερό περιβάλλον είναι ευαίσθητο στις σκωριάσεις. Όσον αφορά το έδαφος δεν είναι απαιτητικό, αρκεί μόνο να έχει καλή στράγγιση.
Η σπορά του γίνεται το φθινόπωρο σε γραμμές με σπαρτικές μηχανές με 8-12 κιλά σπόρου το στρέμμα. Πολύ γνωστή φάβα είναι της Σαντορίνης.
Ο γεωγραφικός χώρος που καλλιεργείται η φάβα είναι η Σαντορίνη και τα γύρω νησιά στις Κυκλάδες, αλλά και σε άλλα νησιά του Αιγαίου πελάγους. Τα εδάφη των νησιών αυτών χαρακτηρίζονται σαν ηφαιστειακά ενώ το κλίμα είναι ζεστό και ξηρό με πολύ μεγάλο ποσοστό ηλιοφάνειας, αλλά και με πολύ ισχυρούς ανέμους. Το κλίμα αυτό δίνει και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της φάβας. Οι ετήσιες βροχοπτώσεις είναι πολύ ασθενείς φθάνουν τα 370mm ενώ η μέση ετήσια θερμοκρασία είναι 17,5ο C, ενώ δεν υπάρχει καθόλου παγετός.
Το έδαφος της Σαντορίνης χαρακτηρίζεται από έλλειψη αζώτου και καλίου όπως και από οργανική ουσία.
Η συγκομιδή γίνεται με θερισμό και η μέση παραγωγή του είναι 120-150 κιλά το στρέμμα. Η καλλιέργεια μπορεί να δώσει εισόδημα 120-150€ το στρέμμα.
Το ρεβίθι
Είναι ετήσιο ξερικό ψυχανθές, που καλλιεργείται από την αρχαιότητα στην περιοχή της Μεσογείου, στην Ινδία, στην Αιθιοπία και στη Μέση Ανατολή.
Χρησιµοποιείται στη διατροφή του ανθρώπου ως πηγή υψηλής ποιότητας πρωτεΐνης και υδατανθράκων, ενώ σε µικρότερη έκταση καλλιεργείται για παραγωγή ζωοτροφών. Οι άσπροι και ανοιχτόχρωµοι, μεγάλου µεγέθους καρποί ρεβιθιού προορίζονται, συνήθως, για ανθρώπινη κατανάλωση, ενώ οι καρποί µέσου µεγέθους, ποικίλου χρώµατος και σχήµατος χρησιµοποιούνται ως ζωοτροφή.
Το κτηνοτροφικό ρεβίθι χρησιµοποιείται ως συμπυκνωμένη πρωτεϊνούχα ζωοτροφή στα σιτηρέσια των αγροτικών ζώων, σε αντικατάσταση άλλων πρωτεϊνούχων σπόρων. Το ρεβίθι χαρακτηρίζεται από υψηλή περιεκτικότητα σε πρωτεΐνη (περίπου 23%). Για το λόγο αυτό, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το βιολογικό κτηνοτροφικό ρεβίθι αφού µπορεί να αντικαταστήσει πλήρως τη σόγια, στα σιτηρέσια των βιολογικά εκτρεφόμενων ζώων. Χρησιμοποιείται σαν σανός αλλά και σαν πρωτεϊνούχος καρπός.
Δεν εµφανίζει ιδιαίτερες απαιτήσεις σε λίπανση, αφού έχει τη δυνατότητα να δεσμεύει το άζωτο. Ελάχιστες είναι και οι εδαφικές του απαιτήσεις, ιδιαίτερα όσον αφορά τις ποικιλίες µε µικρούς και εγχώριους σπόρους, γεγονός που επιτρέπει την καλλιέργειά του σε ποικιλία εδαφών. Η σηµαντικότερη ασθένεια του ρεβιθιού είναι ο µύκητας ασκόχυτα, που µπορεί να οδηγήσει σε σηµαντικές έως και ολοκληρωτικές απώλειες της παραγωγής.
Το ρεβίθι είναι το πιο ανθεκτικό στις ξηροθερμικές συνθήκες από όλα τα άλλα όσπρια που καλλιεργούνται στην χώρα μας. καλλιεργείται σε ποικιλία εδαφών ακόμη και σε πετρώδη, αλλά δεν αναπτύσσεται σε εδάφη που δεν έχουν καλή στράγγιση. Οι πρωτείνες του ρεβιθιού είναι «πλήρεις» όπως είναι της σόγιας, του γάλακτος και του κρέατος επειδή περιέχουν όλα τα απαραίτητα αμινοξέα.
Στην χώρα μας υπάρχουν μικρόσπερμα, μεσόσπερμα και μεγαλόσπερμα ρεβίθια.
Οι κυριότερες ελληνικές ποικιλίες είναι: η «Θήβα», η «Γαύδος», η «Κερύνεια», η «Αμοργός», κ.α
Το ρεβίθι αναπτύσσεται ως βιολογική καλλιέργεια σχεδόν σε όλα τα είδη των εδαφών, ακόμη και σε άγονα αμμώδη, αλλά και σε αλκαλικά ή αλατούχα εδάφη. Η μέση απόδοση του ρεβιθιού είναι 140-220 κιλά το στρέμμα, ενώ η τιμή πώλησης είναι 0,9-2,2 € το κιλό. Η ακαθάριστη πρόσοδος είναι 160-250 ευρώ το στρέμμα.
Τα μαυρομάτικα φασόλια
Τα μαυρομάτικα φασόλια είναι φυτά ποώδη με πυκνό φύλλωμα και άνθιση κλιμακωτή, η οποία συνεχίζεται μέχρις ότου οι συνθήκες του φθινοπώρου δεν είναι ευνοϊκές. Τα σπέρματά τους έχουν το χαρακτηριστικό σχήμα των φασολιών και χρώμα υπόλευκο με μια μαύρη περιοχή γύρω από το μάτι, απ’ όπου παίρνουν το όνομα «μαυρομάτικα». Οι λοβοί της είναι κυλινδρικοί. Οι κλιματικές τους απαιτήσεις είναι παρόμοιες με του αραβοσίτου αλλά θέλει λίγο πιο θερμό κλίμα. Είναι ευπαθής στους παγετούς της ανοίξεως και του φθινοπώρου. Σπέρνεται σε γραμμές σε αποστάσεις 80Χ40cm. Οι λοβοί της δεν ωριμάζουν ταυτόχρονα. Αυτό υποχρεώνει την συγκομιδή με το χέρι σε περιπτώσεις μικρών εκτάσεων. Σε περιπτώσεις μεγάλων εκτάσεων η συγκομιδή γίνεται μηχανικά με χορτοκοπτικό μηχάνημα όταν έχουν ωριμάσει το 50% των λοβών.
Η θρεπτική αξία των οσπρίων
Τα όσπρια χαρακτηρίζονται από μεγάλη θρεπτική αξία, επειδή έχουν περίπου 360 θερμίδες ανά 100 γρ. σπόρων. Επίσης έχουν μεγάλες ποσότητες πρωτεϊνών οι οποίες περιέχουν τα απαραίτητα για τον ανθρώπινο οργανισμό αμινοξέα, σύνθετους υδατάνθρακεςβραδείας απορρόφησης, φυτικές ίνες , βιταμίνες (της ομάδας Β, C και E) και ιχνοστοιχεία.
Τα όσπρια έχουν μηδενική περιεκτικότητα σε λιπαρά και σάκχαρα και είναι βασικός συντελεστής της ελληνικής παραδοσιακής κουζίνας.
Τα όσπρια περιέχουν μεγάλες ποσότητες φυτικών ινών που είναι οι περισσότερες διαλυτές αλλά και άπεπτες, σε ποσοστό πολύ μεγαλύτερο ακόμα και από τα δημητριακά. Οι άπεπτες φυτικές ίνες βοηθούν στην αποβολή του λίπους από τα έντερα παρέχοντας προστασία από τη δημιουργία καρκίνου του εντέρου, ενώ μια διατροφή πλούσια σε φυτικές ίνες και μάλιστα διαλυτές, συνδέεται άμεσα με τον μειωμένο κίνδυνο εμφάνισης καρδιοπαθειών καθώς βοηθούν στη μείωση της χοληστερόλης.
Οι βιταμίνες Β και κυρίως το φολλικό οξύ σύμφωνα με επιστημονικές έρευνες είναι σημαντική για την πρόληψη των καρδιοπαθειών και ορισμένων μορφών καρκίνου.
Τα ρεβίθια, οι φακές και τα φασόλια είναι μια πολύτιμη πηγή ασβεστίου, απαραίτητη για έγκυες, γυναίκες κατά την εμμηνόπαυση και τα παιδιά. Οι φακές και τα μαυρομάτικα φασόλια περιέχουν μεγάλες ποσότητες σιδήρου.
Τα όσπρια περιέχουν πολλούς σύνθετους υδατάνθρακες και έχουν χαμηλό γλυκαιμικό δείκτη. Με τον όρο γλυκαιμικό δείκτη εννοούμε πόσο γρήγορα απορροφώνται από τον οργανισμό οι υδατάνθρακες που περιέχονται σε μια συγκεκριμένη τροφή. Οι τροφές που περιέχουν σύνθετους υδατάνθρακες (όσπρια) αυξάνουν σταδιακά στο αίμα τα επίπεδα σακχάρου και ινσουλίνης. Έρευνες αναφέρουν ότι ακολουθώντας μια διατροφή υψηλής περιεκτικότητας σε σύνθετους υδατάνθρακες με χαμηλό γλυκαιμικό δείκτη μειώνεται ο κίνδυνος ανάπτυξης σακχαρώδους διαβήτη τύπου Β.
Πηγή : symagro.com
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)